Αξίζει να δειςRinvoq: Τι έδειξε η μελέτη Φάσης 2 για ασθενείς με Λύκο (ΣΕΛ)

Rinvoq: Τι έδειξε η μελέτη Φάσης 2 για ασθενείς με Λύκο (ΣΕΛ)

- Advertisement -
  • Γράφει ο Κοσμάς Ζακυνθινός

Τα αποτελέσματα από τη μελέτη Φάσης 2 SLEek ανακοίνωσε η AbbVie στο ετήσιο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ρευματολογίας, EULAR 2023, που διεξήχθη στο Μιλάνο, αξιολογώντας το upadacitinib (30 mg – Rinvoq) ως μονοθεραπεία και ως συνδυαστική θεραπεία [υψηλή δόση ABBV-599 (elsubrutinib 60 mg και upadacitinib 30 mg)] σε ενήλικες με μέτριο έως σοβαρό ενεργό Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο (ΣΕΛ) οι οποίοι συνέχισαν να λαμβάνουν τυπικές θεραπείες για την αντιμετώπιση του λύκου.

Τα αποτελέσματα από τη μελέτη Φάσης 2 SLEek ανακοίνωσε η AbbVie στο ετήσιο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ρευματολογίας, EULAR 2023, που διεξήχθη στο Μιλάνο, αξιολογώντας το upadacitinib (30 mg - Rinvoq

ΔΩΡΕΑΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Συγκεκριμένα, στη μελέτη Φάσης 2 SLEek, μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών που λάμβαναν upadacitinib 30 mg ή υψηλή δόση ABBV-599 πέτυχαν το πρωτεύον καταληκτικό σημείο, που αφορά τον Δείκτη Ανταπόκρισης ΣΕΛ (SRI-4) και δόση στεροειδούς που ισούται ή είναι μικρότερη από 10 mg ισοδύναμου πρεδνιζόνης μία φορά την ημέρα την 24η εβδομάδα, σε σύγκριση με εικονικό φάρμακο (54,8%, p=0,028 και 48,5%, p=0,081* έναντι 37,3%, αντίστοιχα).

Ο δείκτης SRI-4 και η δόση στεροειδούς που ισούται ή είναι μικρότερη από 10 mg ισοδύναμου πρεδνιζόνης μία φορά την ημέρα αξιολογούν τη μείωση στην ενεργότητα της νόσου και τη χρήση γλυκοκορτικοστεροειδών, αντίστοιχα.

Περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές 

«Οι θεραπευτικές επιλογές για τα άτομα που ζουν με ΣΕΛ είναι περιορισμένες, με αποτέλεσμα οι θεράποντες ιατροί να αντιμετωπίζουν προβλήματα με την αποτελεσματική επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου και τον περιορισμό της πιθανής βλάβης των οργάνων», δήλωσε ο Roopal Thakkar, M.D., ανώτερος αντιπρόεδρος του τμήματος ανάπτυξης και ρυθμιστικών υποθέσεων και επικεφαλής του ιατρικού τμήματος της AbbVie. «Ως ηγέτης στο πεδίο της ανοσολογίας, η AbbVie παραμένει αφοσιωμένη στην προώθηση της φροντίδας σε πεδία με ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες, όπως ο ΣΛΕ. Μας ενθαρρύνουν τα θετικά δεδομένα Φάσης 2 και ανυπομονούμε να συνεχίσουμε να μελετάμε το upadacitinib για τον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο σε δύο μελέτες Φάσης 3 στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου κλινικού προγράμματος της εταιρείας μας».

Επιπλέον, επιτεύχθηκαν τα βασικά δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία την 48η εβδομάδα και στις δύο ομάδες δραστικής θεραπείας, στα οποία περιλαμβάνονται οι εξάρσεις του λύκου όπως αξιολογούνται με βάση τον Δείκτη Εξάρσεων SELENA-SLEDAI (Εθνική εκτίμηση για την ασφάλεια των οιστρογόνων στο Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο [SELENA] – Δείκτης ενεργότητας νόσου στον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο [SLEDAI]) και το χρόνο έως την πρώτη έξαρση, τα οποία κατέδειξαν μεγαλύτερη επίδραση της θεραπείας στις ομάδες του upadacitinib 30 mg και της υψηλής δόσης ABBV-599 σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Επιτεύχθηκαν και άλλες συνιστώσες της ενεργότητας της νόσου και της ανταπόκρισης στη θεραπεία, στις οποίες περιλαμβάνονται η επίτευξη ανταπόκρισης BICLA, η ανταπόκριση SRI-4 και η χαμηλή ενεργότητα της νόσου (LLDAS) στις ομάδες θεραπείας με upadacitinib 30 mg και υψηλή δόση ABBV-599 σε σύγκριση με εικονικό φάρμακο.

Αποτελεσματικότητα την Εβδομάδα 48
Καταληκτικό σημείο PBO

(N=75)

UPA 30 mg

(N=62)

ABBV-599 HD

(N=68)

Εξάρσεις βάσει του δείκτη εξάρσεων SELENA SLEDAI
Συνολικές εξάρσεις, Συμβάντα/Έτη ασθενών 2,8 2,0 1,5
Προσαρμ.  Διαφ.** (- PBO) [95% CI], τιμή p -0,78 [-1,37, -0,20],
p=0,008
-1.3 [-1.84, -0.76],
p<0.001
BICLA
Εβδομάδα 48, n (%) 19 (25,3) 33 (53,2) 33 (48,5)
Προσαρμ. Διαφ.** (- PBO) [95% CI], τιμή p 30,8 [17,6, 44,1],
p<0,001
22,9 [9,3, 36,4],
p<0,001
SRI-4 και δόση στεροειδούς ≤ 10 mg QD
Εβδομάδα 48, n (%) 24 (32,0) 28 (45,2) 35 (51,5)
Προσαρμ. Διαφ.** (- PBO) [95% CI], τιμή p 13,4 [-1,4, 28,2],
p=0,075
18,5 [4,1, 32,9],
p=0,012
LLDAS
Εβδομάδα 48, n (%) 18 (24,0) 31 (50,0) 27 (39,7)
Προσαρμ. Διαφ.** (- PBO) [95% CI], τιμή p 26,6 [12,9, 40,4],
p<0,001
14,6 [1,3, 27,9],
p=0,031

*Για τις στατιστικές αναλύσεις των αξιολογήσεων αποτελεσματικότητας, το προκαθορισμένο αμφίπλευρο επίπεδο άλφα ήταν 0,1, χωρίς έλεγχο πολλαπλότητας

**Προσαρμ. Διαφ.: διαφορά θεραπείας με προσαρμοσμένη στρωματοποίηση με εξαίρεση τις εξάρσεις, οι οποίες συνοψίστηκαν με βάση την παρατήρηση. Οι τιμές p για τη διαφορά θεραπείας βασίστηκαν στη δοκιμασία Cochran-Mantel-Haenszel (CMH) για τα κατηγορικά καταληκτικά σημεία και στο μεικτό μοντέλο επαναλαμβανόμενων μετρήσεων (MMRM) για τα συνεχή καταληκτικά σημεία, με έλεγχο παραγόντων διαστρωμάτωσης και με βάση την κανονική κατανομή για το ποσοστό εξάρσεων έως την εβδομάδα 48.

Ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος

Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ), η πιο συνηθισμένη μορφή λύκου, αποτελεί ένα αυτοάνοσο νόσημα όπου το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στους ιστούς του, προκαλώντας εκτεταμένη φλεγμονή και βλάβη στους ιστούς των προσβεβλημένων οργάνων.

Ενδέχεται να προσβάλλει τις αρθρώσεις, το δέρμα, τον εγκέφαλο, τους πνεύμονες, τους νεφρούς και τα αιμοφόρα αγγεία, προκαλώντας ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων, όπως κόπωση, δερματικά εξανθήματα, πυρετός, και πόνος και οίδημα στις αρθρώσεις. Η ενεργότητα της νόσου στον λύκο –που συχνά αποδίδεται ως «εξάρσεις»– είναι απρόβλεπτη. Οι εξάρσεις είναι δυνατόν να εμφανίζονται απροειδοποίητα, να υποχωρούν και να επανεμφανίζονται και να ποικίλλουν ως προς τη σοβαρότητά τους – οι σοβαρές εξάρσεις είναι δυνατόν να προκαλέσουν οργανική βλάβη και χρήζουν ιατρικής παρακολούθησης.

«Ο λύκος αντιπροσωπεύει μια ανισορροπία στο ανοσοποιητικό σύστημα που οφείλεται σε ένα ποικιλόμορφο σύνολο κληρονομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Προσβάλλει περισσότερους από τρία εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο και προκαλεί ένα φάσμα επικαλυπτόμενων συμπτωμάτων», δήλωσε η Joan Merrill, M.D., Ίδρυμα Ιατρικής Έρευνας της Οκλαχόμας, Ερευνητικό Πρόγραμμα για την Αρθρίτιδα & την Κλινική Ανοσολογία. «Για να πετύχουμε σταθερή πρόοδο στην αντιμετώπιση του ΣΕΛ, χρειαζόμαστε περισσότερες θεραπευτικές επιλογές για τα άτομα που ζουν με τη νόσο».

Προφίλ ασφάλειας

Δεν παρατηρήθηκαν νέα συμβάντα ασφάλειας πέρα από το γνωστό προφίλ ασφάλειας του upadacitinib. Οι κατηγορίες των ανεπιθύμητων ενεργειών που αναφέρθηκαν με την υψηλή δόση ABBV-599 ήταν παρόμοιες με εκείνες που αναφέρθηκαν για τους ασθενείς που έλαβαν upadacitinib ως μονοθεραπεία. Το ποσοστό των σχετιζόμενων με τη θεραπεία ανεπιθύμητων ενεργειών σε αυτή τη μελέτη ήταν παρόμοιο μεταξύ των ομάδων θεραπείας (86,8% για το ABBV-599, 82,3% για το upadacitinib και 78,7% για το εικονικό φάρμακο).

Σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες αναφέρθηκαν στο 10,3% των ασθενών στην ομάδα θεραπείας με υψηλή δόση ABBV-599, στο 21,0% των ασθενών στην ομάδα θεραπείας με upadacitinib 30 mg και στο 17,3% στην ομάδα θεραπείας με εικονικό φάρμακο. Αναφέρθηκαν επικυρωμένα καρδιαγγειακά συμβάντα σε έναν ασθενή σε καθεμία από τις τρεις ομάδες θεραπείας. Δεν αναφέρθηκαν συμβάντα κακοήθειας ή φλεβικής θρομβοεμβολής. Η χρήση του upadacitinib και του elsubrutinib στον ΣΕΛ δεν είναι εγκεκριμένη, και η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά τους δεν έχουν αξιολογηθεί από τις ρυθμιστικές αρχές.

Σχετικά με τη μελέτη Φάσης 2 SLEek

Στη μελέτη Φάσης 2 SLEek, 341 ασθενείς που υποβάλλονταν σε τυπική θεραπεία για τον λύκο τυχαιοποιήθηκαν για να λαμβάνουν άπαξ ημερησίως υψηλή δόση ABBV-599, χαμηλή δόση ABBV-599 (elsubrutinib 60 mg σε συνδυασμό με upadacitinib 15 mg), elsubrutinib 60 mg, upadacitinib 30 mg ή εικονικό φάρμακο.] Ύστερα από μια προγραμματισμένη ενδιάμεση ανάλυση όταν το 50% των ασθενών έφθασε στην 24η εβδομάδα ή αποσύρθηκε από τη μελέτη, διακόπηκε η χορήγηση θεραπείας στα σκέλη θεραπείας με χαμηλή δόση ABBV-599 και elsubrutinib 60 mg λόγω έλλειψης αποτελεσματικότητας. 205 ασθενείς συνέχισαν να συμμετέχουν στη μελέτη έως την 48η εβδομάδα (ABBV-599 HD n = 68, upadacitinib 30 mg n = 62, εικονικό φάρμακο n = 75).

Όπως έχει ήδη ανακοινωθεί, η AbbVie θα προχωρήσει το κλινικό πρόγραμμα του upadacitinib στον ΣΕΛ στο στάδιο της Φάσης 3 με βάση τα συγκεκριμένα αποτελέσματα. Το ABBV-599 δεν θα προχωρήσει στο στάδιο Φάσης 3, καθώς το elsubrutinib δεν συμβάλλει περαιτέρω στην αποτελεσματικότητα σε σχέση με το upadacitinib ως μονοθεραπεία. Πρόσθετα αποτελέσματα από τη μελέτη SLEek παρουσιάζονται με τη μορφή αναρτημένης ανακοίνωσης (1133 και 1137) στο φετινό συνέδριο EULAR.

Σχετικά με το upadacitinib

Το upadacitinib, που ανακαλύφθηκε και αναπτύχθηκε από τους επιστήμονες της AbbVie, είναι ένας εκλεκτικός και αναστρέψιμος αναστολέας JAK (κινάση Janus) ο οποίος μελετάται σε αρκετές φλεγμονώδεις νόσους ανοσολογικής αρχής.7-20 Σε ανθρώπινες κυτταρικές δοκιμασίες δραστικότητας, το upadacitinib αναστέλλει ειδικά τη σηματοδότηση από τις JAK1 ή JAK1/3 με λειτουργική εκλεκτικότητα έναντι των υποδοχέων της κυτοκίνης οι οποίοι δρουν κατά ζεύγη της JAK2.7 Η σχέση της αναστολής συγκεκριμένων ενζύμων JAK με τη θεραπευτική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια δεν είναι επί του παρόντος γνωστή.

Βρίσκονται σε εξέλιξη κλινικές μελέτες Φάσης 3 του upadacitinib στη γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα, την αρτηρίτιδα Takayasu και στον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο.

Ενδείξεις και σημαντικές πληροφορίες ασφάλειας για το upadacitinib στην ΕΕ

Ενδείξεις

Ρευματοειδής αρθρίτιδα

Το upadacitinib ενδείκνυται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ενεργής ρευματοειδούς αρθρίτιδας σε ενήλικες ασθενείς οι οποίοι έχουν ανταποκριθεί ανεπαρκώς ή οι οποίοι εμφανίζουν δυσανεξία σε ένα ή περισσότερα τροποποιητικά της νόσου αντιρευματικά φάρμακα (DMARDs). Το upadacitinib μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη.

Ψωριασική αρθρίτιδα

Το upadacitinib ενδείκνυται για τη θεραπεία της ενεργής ψωριασικής αρθρίτιδας σε ενήλικες ασθενείς οι οποίοι έχουν ανταποκριθεί ανεπαρκώς ή εμφανίζουν δυσανεξία σε ένα ή περισσότερα τροποποιητικά της νόσου αντιρευματικά φάρμακα (DMARDs). Το upadacitinib μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη.

Αξονική σπονδυλοαρθρίτιδα

Μη ακτινολογικά επιβεβαιωμένη αξονική σπονδυλοαρθρίτιδα

Το upadacitinib ενδείκνυται για τη θεραπεία της ενεργής μη ακτινολογικά επιβεβαιωμένης αξονικής σπονδυλοαρθρίτιδας σε ενήλικες ασθενείς με αντικειμενικά σημεία φλεγμονής, όπως υποδεικνύεται από τα αυξημένα επίπεδα της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) ή/και την απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (MRI), οι οποίοι έχουν ανταποκριθεί ανεπαρκώς σε μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ).

Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα (ακτινολογικά επιβεβαιωμένη αξονική σπονδυλοαρθρίτιδα)
Το upadacitinib ενδείκνυται για τη θεραπεία της ενεργής αγκυλοποιητικής σπονδυλίτιδας σε ενήλικες ασθενείς οι οποίοι έχουν ανταποκριθεί ανεπαρκώς στη συμβατική θεραπεία.

Ατοπική δερματίτιδα

Το upadacitinib ενδείκνυται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ατοπικής δερματίτιδας σε ενήλικες και εφήβους ηλικίας 12 ετών και άνω οι οποίοι είναι υποψήφιοι για συστηματική θεραπεία.

Ελκώδης κολίτιδα

Το upadacitinib ενδείκνυται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ενεργής ελκώδους κολίτιδας σε ενήλικες ασθενείς οι οποίοι εμφανίζουν ανεπαρκή ανταπόκριση, απώλεια ανταπόκρισης ή δυσανεξία είτε σε συμβατική θεραπεία είτε σε θεραπεία με βιολογικό παράγοντα.

Νόσος του Crohn

Το upadacitinib ενδείκνυται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ενεργής νόσου του Crohn σε ενήλικες ασθενείς οι οποίοι εμφανίζουν ανεπαρκή ανταπόκριση, απώλεια ανταπόκρισης ή δυσανεξία είτε σε συμβατική θεραπεία είτε σε θεραπεία με βιολογικό παράγοντα.

Αντενδείξεις

Το upadacitinib αντενδείκνυται για χρήση σε ασθενείς που εμφανίζουν υπερευαισθησία στην ενεργή ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχά του, σε ασθενείς με ενεργή φυματίωση (TB) ή ενεργές σοβαρές λοιμώξεις, σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια, καθώς και για χρήση κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης.

Ανοσοκατασταλτικά φαρμακευτικά προϊόντα

Ο συνδυασμός με άλλα ισχυρά ανοσοκατασταλτικά δεν συνιστάται.

Σοβαρές λοιμώξεις

Έχουν αναφερθεί σοβαρές και ορισμένες φορές θανατηφόρες λοιμώξεις σε ασθενείς που λαμβάνουν upadacitinib. Οι πιο συχνές σοβαρές λοιμώξεις που αναφέρθηκαν με το upadacitinib περιλάμβαναν την πνευμονία και την κυτταρίτιδα. Περιπτώσεις βακτηριακής μηνιγγίτιδας και σήψης έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που λαμβάνουν upadacitinib. Από τις ευκαιριακές λοιμώξεις, με το upadacitinib αναφέρθηκαν φυματίωση, πολυδερμοτομικός έρπης ζωστήρας, στοματική/οισοφαγική καντιντίαση και κρυπτοκόκκωση.

Δεν θα πρέπει να πραγματοποιείται έναρξη της θεραπείας με upadacitinib σε ασθενείς με ενεργή, σοβαρή λοίμωξη, συμπεριλαμβανομένων των εντοπισμένων λοιμώξεων. Η θεραπεία με upadacitinib θα πρέπει να διακόπτεται εάν ο ασθενής εμφανίσει σοβαρή ή ευκαιριακή λοίμωξη μέχρι να τεθεί υπό έλεγχο η λοίμωξη. Παρατηρήθηκε υψηλότερο ποσοστό σοβαρών λοιμώξεων με τη δόση upadacitinib των 30 mg σε σύγκριση με τη δόση upadacitinib των 15 mg. Καθώς υπάρχει υψηλότερη επίπτωση λοιμώξεων στους ηλικιωμένους και γενικά στους πληθυσμούς ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη, θα πρέπει να δίνεται προσοχή όταν χορηγείται στους συγκεκριμένους πληθυσμούς. Σε ασθενείς ηλικίας 65 ετών και άνω, το upadacitinib θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο εφόσον δεν υπάρχουν διαθέσιμες κατάλληλες εναλλακτικές θεραπείες.

Φυματίωση

Οι ασθενείς θα πρέπει να υποβάλλονται σε έλεγχο για φυματίωση (ΤΒ) πριν από την έναρξη της θεραπείας με RINVOQ. Το upadacitinib δεν θα πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με ενεργή φυματίωση. Συνιστάται συμβουλευτική συζήτηση με ιατρό με εμπειρία στη θεραπεία της φυματίωσης προκειμένου να διευκολυνθεί η λήψη απόφασης σχετικά με το εάν η έναρξη θεραπείας κατά της φυματίωσης είναι κατάλληλη για έναν μεμονωμένο ασθενή. Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται για ανάπτυξη σημείων και συμπτωμάτων φυματίωσης.

Επανενεργοποίηση ιογενών λοιμώξεων

Η επανενεργοποίηση ιογενών λοιμώξεων, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων επανενεργοποίησης του ερπητοϊού (π.χ. έρπης ζωστήρας), αναφέρθηκε σε κλινικές μελέτες. Ο κίνδυνος εμφάνισης του έρπητα ζωστήρα φαίνεται να είναι υψηλότερος σε Ιάπωνες ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με upadacitinib. Εάν ένας ασθενής αναπτύξει έρπητα ζωστήρα, η διακοπή της θεραπείας με upadacitinib θα πρέπει να εξετασθεί μέχρι την αποδρομή του επεισοδίου. Ο έλεγχος για ιογενή ηπατίτιδα και η παρακολούθηση για επανενεργοποίηση θα πρέπει να πραγματοποιούνται πριν από την έναρξη και κατά τη διάρκεια της θεραπείας με upadacitinib. Εάν ανιχνευτεί DNA του ιού της ηπατίτιδας Β, θα πρέπει να γίνει παραπομπή σε εξειδικευμένο ηπατολόγο.

Εμβολιασμός

Δεν συνιστάται η χρήση εμβολίων με ζώντες, εξασθενημένους μικροοργανισμούς κατά τη διάρκεια ή αμέσως πριν από τη θεραπεία με upadacitinib. Πριν από την έναρξη της θεραπείας με upadacitinib οι ασθενείς συνιστάται να πραγματοποιήσουν όλες τις κατάλληλες ανοσοποιήσεις, συμπεριλαμβανομένων των προφυλακτικών εμβολιασμών κατά του έρπητα ζωστήρα, σύμφωνα με τις τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες ανοσοποίησης.

Κακοήθεια

Λέμφωμα και άλλες κακοήθειες έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς JAK, συμπεριλαμβανομένου του upadacitinib. Σε μια μεγάλη τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με δραστικό φάρμακο μελέτη του tofacitinib (έναν άλλον αναστολέα JAK) σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα ηλικίας 50 ετών και άνω με τουλάχιστον έναν επιπλέον παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου, παρατηρήθηκε υψηλότερο ποσοστό κακοηθειών, ιδιαίτερα καρκίνου του πνεύμονα, λεμφώματος και μη μελανωματικού καρκίνου του δέρματος (NMSC) με το tofacitinib σε σύγκριση με αναστολείς του παράγοντα νέκρωσης όγκου (TNF).

Παρατηρήθηκε υψηλότερο ποσοστό μη μελανωματικών καρκίνων του δέρματος (NMSC) με τη δόση upadacitinib των 30 mg σε σύγκριση με τη δόση upadacitinib των 15 mg. Συνιστάται περιοδική δερματική εξέταση για όλους τους ασθενείς, ιδιαίτερα για εκείνους με παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του δέρματος. Σε ασθενείς ηλικίας 65 ετών και άνω, σε ασθενείς που είναι νυν καπνιστές ή κάπνιζαν στο παρελθόν για μεγάλο χρονικό διάστημα ή ασθενείς με άλλους παράγοντες κινδύνου για κακοήθεια (π.χ. τρέχουσα κακοήθεια ή ιστορικό κακοήθειας), το upadacitinib θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο εφόσον δεν υπάρχουν διαθέσιμες κατάλληλες εναλλακτικές θεραπείες.

Αιματολογικές διαταραχές

Η θεραπεία δεν θα πρέπει να ξεκινά, ή θα πρέπει να διακόπτεται προσωρινά, σε ασθενείς με αιματολογικές διαταραχές που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια της συνήθους παρακολούθησης του ασθενούς.

Γαστρεντερική διάτρηση

Έχουν αναφερθεί περιστατικά εκκολπωματίτιδας και γαστρεντερικής διάτρησης σε κλινικές δοκιμές και από πηγές μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου. Το upadacitinib θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς οι οποίοι μπορεί να διατρέχουν κίνδυνο γαστρεντερικής διάτρησης (π.χ. ασθενείς με εκκολπωματική νόσο, ιστορικό εκκολπωματίτιδας ή ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, κορτικοστεροειδή ή οπιοειδή). Οι ασθενείς με ενεργή νόσο του Crohn διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης εντερικής διάτρησης. Οι ασθενείς που εμφανίζουν νέα σημεία και συμπτώματα στην περιοχή της κοιλιάς θα πρέπει να αξιολογούνται άμεσα για πρώιμη αναγνώριση της εκκολπωματίτιδας ή της γαστρεντερικής διάτρησης.

Μείζονα ανεπιθύμητα καρδιαγγειακά συμβάντα

Σε κλινικές μελέτες με το upadacitinib παρατηρήθηκαν μείζονα ανεπιθύμητα καρδιαγγειακά συμβάντα (MACE). Σε μια μεγάλη τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με δραστικό φάρμακο μελέτη του tofacitinib (έναν άλλον αναστολέα JAK) σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα ηλικίας 50 ετών και άνω με τουλάχιστον έναν επιπλέον παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου, παρατηρήθηκε υψηλότερο ποσοστό μειζόνων ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών συμβάντων (MACE), οριζόμενα ως καρδιαγγειακός θάνατος, μη θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου και μη θανατηφόρο εγκεφαλικό επεισόδιο, με το tofacitinib σε σύγκριση με αναστολείς του παράγοντα νέκρωσης όγκου (TNF). Επομένως, σε ασθενείς ηλικίας 65 ετών και άνω, σε ασθενείς που είναι νυν καπνιστές ή κάπνιζαν στο παρελθόν για μεγάλο χρονικό διάστημα και σε ασθενείς με ιστορικό αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου ή άλλων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, το upadacitinib θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο εφόσον δεν υπάρχουν διαθέσιμες κατάλληλες εναλλακτικές θεραπείες.

Λιπίδια

Η θεραπεία με upadacitinib συσχετίστηκε με δοσοεξαρτώμενες αυξήσεις στις λιπιδικές παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένης της ολικής χοληστερόλης, της λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας (LDL)-χοληστερόλης και της λιποπρωτεΐνης υψηλής πυκνότητας (HDL)-χοληστερόλης.

Αυξήσεις ηπατικών τρανσαμινασών

Η θεραπεία με upadacitinib συσχετίστηκε με αυξημένη επίπτωση αύξησης των ηπατικών ενζύμων. Εάν παρατηρηθούν αυξήσεις στα επίπεδα της αλανινικής τρανσαμινάσης (ALT) ή της ασπαρτικής τρανσαμινάσης (AST) και πιθανολογείται προκληθείσα από φάρμακα ηπατική βλάβη, η θεραπεία με upadacitinib θα πρέπει να διακοπεί μέχρι να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αυτής της διάγνωσης.

Φλεβική θρομβοεμβολή

Σε κλινικές δοκιμές με το upadacitinib παρατηρήθηκαν συμβάντα εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης (DVT) και πνευμονικής εμβολής (PE). Μεγάλη τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με δραστικό φάρμακο μελέτη του tofacitinib (έναν άλλον αναστολέα JAK) σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα ηλικίας 50 ετών και άνω με τουλάχιστον έναν επιπλέον παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου, παρατηρήθηκε δοσοεξαρτώμενο υψηλότερο ποσοστό φλεβικής θρομβοεμβολής (VTE), συμπεριλαμβανομένης της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης (DVT) και πνευμονικής εμβολής (PE), με το tofacitinib σε σύγκριση με αναστολείς του παράγοντα νέκρωσης όγκου (TNF).

Σε ασθενείς με παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου ή παράγοντες κινδύνου για κακοήθεια, το upadacitinib θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο εφόσον δεν υπάρχουν διαθέσιμες κατάλληλες εναλλακτικές θεραπείες. Σε ασθενείς με γνωστούς παράγοντες κινδύνου για φλεβική θρομβοεμβολή (VTE) εκτός από τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου ή παράγοντες κινδύνου για κακοήθεια (π.χ. ιστορικό εμφάνισης φλεβικής θρομβοεμβολής [VTE], ασθενείς που υποβάλλονται σε μείζονα χειρουργική επέμβαση, ακινητοποίηση, χρήση συνδυασμένων ορμονικών αντισυλληπτικών ή θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης και κληρονομική διαταραχή πήξης), το upadacitinib θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή. Οι ασθενείς θα πρέπει να επανεκτιμώνται περιοδικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας με upadacitinib για την αξιολόγηση των αλλαγών στον κίνδυνο για εμφάνιση φλεβικής θρομβοεμβολής (VTE). Αξιολογήστε έγκαιρα ασθενείς με σημεία και συμπτώματα φλεβικής θρομβοεμβολής (VTE) και διακόψτε το upadacitinib σε ασθενείς με υποψία φλεβικής θρομβοεμβολής (VTE).

Αντιδράσεις υπερευαισθησίας

Έχουν αναφερθεί σοβαρές αντιδράσεις υπερευαισθησίας όπως αναφυλαξία και αγγειοοίδημα σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με upadacitinib. Εάν εκδηλωθεί μια κλινικά σημαντική αντίδραση υπερευαισθησίας, πρέπει να διακοπεί η θεραπεία με upadacitinib και να χορηγηθεί κατάλληλη θεραπεία.

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Στις ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο κλινικές δοκιμές για ρευματοειδή αρθρίτιδα, ψωριασική αρθρίτιδα και αξονική σπονδυλοαρθρίτιδα, οι συχνότερα αναφερθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες (≥2% των ασθενών σε τουλάχιστον μία από τις ενδείξεις) με το upadacitinib 15 mg ήταν οι λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, τα αυξημένα επίπεδα κρεατινικής φωσφοκινάσης αίματος (CPK), τα αυξημένα επίπεδα αλανινικής τρανσαμινάσης, η βρογχίτιδα, η ναυτία, η ουδετεροπενία, ο βήχας τα αυξημένα επίπεδα ασπαρτικής τρανσαμινάσης και η υπερχοληστερολαιμία. Συνολικά, το προφίλ ασφάλειας που παρατηρήθηκε σε ασθενείς με ψωριασική αρθρίτιδα ή ενεργή αξονική σπονδυλοαρθρίτιδα που έλαβαν θεραπεία με upadacitinib 15 mg ήταν συνεπές με το προφίλ ασφάλειας που παρατηρήθηκε σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα.

Οι πιο συχνά αναφερθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες σε κλινικές δοκιμές για την ατοπική δερματίτιδα (≥2% των ασθενών) με upadacitinib 15 mg ή 30 mg ήταν οι λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, η ακμή, ο απλός έρπης, η κεφαλαλγία, τα αυξημένα επίπεδα κρεατινικής φωσφοκινάσης αίματος (CPK), ο βήχας, η θυλακίτιδα, το κοιλιακό άλγος, η ναυτία, η ουδετεροπενία, η πυρεξία και η γρίπη. Παρατηρήθηκε δοσοεξαρτώμενος αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης λοίμωξης και έρπητα ζωστήρα με το upadacitinib. Το προφίλ ασφάλειας για το upadacitinib 15 mg στους εφήβους ήταν παρόμοιο με το προφίλ ασφάλειας στους ενήλικες. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της δόσης των 30 mg στους εφήβους συνεχίζουν να ερευνώνται.

Οι πιο συχνά αναφερθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες στις κλινικές μελέτες της ελκώδους κολίτιδας και της νόσου του Crohn (≥3% των ασθενών) με upadacitinib 45 mg, 30 mg ή15 mg ήταν η λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικό συστήματος, η πυρεξία, τα αυξημένα επίπεδα κρεατινικής φωσφοκινάσης αίματος (CPK), η αναιμία, η κεφαλαλγία, η ακμή, ο έρπης ζωστήρας, η ουδετεροπενία, το εξάνθημα, η πνευμονία, η υπερχοληστερολαιμία, η βρογχίτιδα, τα αυξημένα επίπεδα ασπαρτικής τρανσαμινάσης, η κόπωση, η θυλακίτιδα, τα αυξημένα επίπεδα αλανινικής τρανσαμινάσης, ο απλός έρπης και η γρίπη.

Το συνολικό προφίλ ασφάλειας που παρατηρήθηκε σε ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα ήταν γενικά παρόμοιο με το προφίλ ασφάλειας που παρατηρήθηκε σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα.

Συνολικά, το προφίλ ασφάλειας που παρατηρήθηκε σε ασθενείς με νόσο του Crohn που έλαβαν θεραπεία με upadacitinib ήταν συνεπές με το γνωστό προφίλ ασφάλειας του upadacitinib.

Οι συχνότερες σοβαρές ανεπιθύμητες αντιδράσεις ήταν οι σοβαρές λοιμώξεις.

Το προφίλ ασφάλειας του upadacitinib υπό μακροχρόνια θεραπεία ήταν γενικά παρόμοιο με το προφίλ ασφάλειας κατά τη διάρκεια της ελεγχόμενης με εικονικό φάρμακο περιόδου σε όλες τις ενδείξεις.

Ανατρέξτε στην πλήρη περίληψη των χαρακτηριστικών (SmPC) του upadacitinib που είναι διαθέσιμη στον ιστότοπο www.ema.europa.eu

Σχετικά με την AbbVie στη Ρευματολογία

Για περισσότερα από 20 χρόνια, η AbbVie είναι αφοσιωμένη στη βελτίωση της φροντίδας για τα άτομα που ζουν με ρευματικές παθήσεις. Η μακροχρόνια δέσμευσή μας στην ανακάλυψη και τη διάθεση επαναστατικών θεραπειών υπογραμμίζεται από την επιδίωξή μας για προηγμένη επιστήμη που βελτιώνει την κατανόηση υποσχόμενων νέων μονοπατιών και στόχων προκειμένου να βοηθήσουμε περισσότερους ανθρώπους που ζουν με ρευματικές παθήσεις να πετύχουν τους θεραπευτικούς στόχους τους.

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ