- Γράφει η Χριστίνα Χατζηπαλαμουτζή
Βραδιάζει… Oι αφόρητοι πόνοι στην κοιλιά μου που ξεκίνησαν από το πρωί γίνονται εντονότεροι, παρά την αγωγή που μου έδωσε ο γιατρός. Πρέπει να δείχνω πολύ χάλια γιατί ο άνθρωπος μου ανήσυχος τηλεφωνεί στο γιατρό μου και του περιγράφει την κατάσταση μου. «Να πάτε αμέσως στο νοσοκομείο» του απαντά, δίχως πολλές καθυστερήσεις.
Με συνοπτικές διαδικασίες με «βουτάει», με βάζει στο αυτοκίνητο και σε λίγη ώρα περνάγαμε το κατώφλι του τμήματος επειγόντων περιστατικών γνωστού αθηναϊκού νοσοκομείου που εφημερεύει.
Η εικόνα που αντικρίζω μπαίνοντας στην αίθουσα αναμονής με κάνει να θέλω να το βάλω στα πόδια, παρόλο που και τα δικά μου πόδια τρέμουν. Η αίθουσα είναι ασφυκτικά γεμάτη από ανθρώπους με σκυθρωπά πρόσωπα, που κάθονται ακόμα και στο πάτωμα περιμένοντας τη σειρά τους για να εξεταστούν. Δύο από αυτούς είναι ξαπλωμένοι σε ημιλιπόθυμη κατάσταση, επάνω σε καρέκλες, έχοντας ως μαξιλάρι τα πόδια των συγγενών τους. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική με μια ακαθόριστη μυρωδιά κλεισούρας, χνώτων και αρρώστιας να κατακλύζει το χώρο.
Εκνευρισμένοι ασθενείς με ορούς που τους κρατάνε ψηλά οι συνοδοί τους μπαινοβγαίνουν από την είσοδο του ΤΕΠ βρίζοντας για το «μπουρδέλο» που βρέθηκαν, την κυβέρνηση, το υπουργείο Υγείας, τα λεφτά που φαγώθηκαν χθες, σήμερα, ίδια κατάσταση πάντα.
«Δημόσιο σύστημα Yγείας σου λένε, πλήρωνα τόσα χρόνια για να πεθάνω εδώ μέσα. Από το μεσημέρι είμαι εδώ και έχει νυχτώσει. Περίμενα πέντε ώρες μέχρι να με δουν οι γιατροί και ακόμα δεν έχω τελειώσει» ακούω να λέει στο φίλο του ένας ασθενής γύρω στα 65 με μια πεταλούδα καρφωμένη στο χέρι και ένα επίδεσμο στο κεφάλι.
Έχω παραλύσει από το φόβο μου για το τι με περιμένει ακούγοντας όλα αυτά και στο μυαλό μου έρχονται όλα εκείνα τα κακογραμμένα δελτία Τύπου που στέλνουν συνδικαλιστικοί φορείς των νοσοκομείων για τις «τριτοκοσμικές συνθήκες» που επικρατούν στα επείγοντα, με ανθρώπους να πεθαίνουν στα ράντζα λόγω ελλείψεων σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
Μες τη ζάλη μου νιώθω το χέρι του συντρόφου μου να με τραβάει προς ένα γυάλινο κουβούκλιο όπου υποτίθεται λειτουργεί ως τμήμα διαλογής ασθενών του ΤΕΠ. Εκεί πριν προλάβουμε να ανοίξουμε το στόμα μας, μια διοικητική υπάλληλος πίσω από το τζάμι μας ενημερώνει ότι για να με εξετάσει ο γιατρός διαλογής και να με παραπέμψει στην ανάλογη ειδικότητα πρέπει να πάρω αριθμό μητρώου από τον γκισέ απέναντι.
Γυρίζω το κεφάλι και βλέπω 4 γκισέ και στο κάθε ένα από αυτά και από μία ατέλειωτη ουρά ανθρώπων.
Υποβασταζόμενη πάμε προς ένα από τα γκισέ, ένας κύριος που με βλέπει –να είναι καλά ο άνθρωπος-σηκώνεται και μου παραχωρεί τη θέση του σε μια από τις καρέκλες, διπλά στη γυναίκα του, όπως μου εξηγεί. Εκείνη δείχνει καταβεβλημένη και μου χαμογελάει με κατανόηση. Ο άντρας της στέκεται όρθιος δίπλα μας κουνώντας νευρικά το πόδι του.
Ψελλίζω ένα «Ευχαριστώ» και κουλουριάζομε στη καρέκλα κρατώντας την κοιλιά μου προσπαθώντας να αντέξω τον πόνο που έχει επανέλθει και εύχομαι μην χρειαστεί να πάω στα «ιδιαίτερα» του νοσοκομείου. Μετά από λίγη ώρα έρχεται και ο συνοδός μου για να με πάει στο γιατρό διαλογής. Ο ευγενικός κύριος μου λέει να μην ανησυχώ θα μου φυλάξει αυτός τη θέση μου.
Πάμε στο τμήμα διαλογής δίνουμε το χαρτάκι με τον αριθμό μητρώου και μας λένε να περιμένουμε να έρθει η γιατρός. Μαζί με μας περιμένουν καμιά δεκαπενταριά άνθρωποι ακόμα. Τελικά μετά από κάνα τέταρτο έρχεται η γιατρός και αρχίζει η «μάχη» μεταξύ ασθενών και συγγενών για τον ποιον θα δει πρώτο. Εμείς περιμένουμε υπομονετικά γιατί υποτίθεται έχουμε και κάποια αξιοπρέπεια. Φυσικά ήμουν η τελευταία που είδε η γιατρός.
Η διαδικασία αξιολόγησης της κατάστασης μου κράτησε δύο λεπτά και περιλάμβανε δύο τρείς ερωτήσεις για τα συμπτώματα που είχα. «Στο παθολογικό θα πάτε πάρτε χαρτάκι με τον αριθμό σας από το μηχάνημα εκεί στη γωνία, σε αυτό που γράφει Π» μου λέει η γιατρός και μου δείχνει ένα μηχάνημα σαν αυτά που έχουν στις τράπεζες.
Πηγαίνουμε στο μηχάνημα και παίρνουμε το πολύτιμο χαρτάκι που γράφει τον αριθμό 92. Γυρίζουμε και κοιτάμε της ταμπέλες ψηλά, δίπλα από την πόρτα που αναγράφονται οι κλινικές η μία δίπλα στην άλλη και από κάτω τα νούμερα των ασθενών που έχουν σειρά. Στη Παθολογική γράφει 61, με πιάνει απελπισία.
Πάμε πάλι προς τις καρέκλες ο κύριος που μου παραχώρησε πριν τη θέση του είναι ακόμα εκεί με τη γυναίκα του. Με το που με βλέπει σηκώνεται αμέσως για να κάτσω δίπλα της. Πιάνει τη συζήτηση με τον «φύλακα άγγελό μου». Αν δεν είχα συνοδό δεν ξέρω πως θα τα έβγαζα πέρα θα είχα λιποθυμήσει μέχρι να κάνω όλες αυτές τις διαδικασίες.
Έχει περάσει περίπου μια ώρα και στο πίνακα του Παθολογικού παραμένει το νούμερο 61, σε όλη αυτή τη διάρκεια έχω ακούσει τις ιστορίες από ανθρώπους διαφόρων επαγγελμάτων και ηλικιών.
Στα επείγοντα πια λόγω τις οικονομικής κρίσης η κυρία με τη Burberry τσάντα και το μαλλί κομμωτηρίου που δεν κουνιέται ούτε με 9 μποφόρ, κάθεται δίπλα στο ρακένδυτο μετανάστη και στο λαχαναγορίτη με το ανοιχτό πουκάμισο και τη χρυσή αλυσίδα. Όλοι μαζί συνθέτουν μια μικρογραφία της πτωχευμένης χώρας μας.
Έχουν περάσει σχεδόν τέσσερις ώρες και τα νούμερα αλλάζουν με ρυθμό χελώνας. Όταν ένα νούμερο αλλάζει γρήγορα σημαίνει ότι ο κάτοχος του απηύδησε να περιμένει και έφυγε.
Έχω αρχίσει να καταρρέω, το σώμα μου έχει παγώσει, το σαγόνι μου έχει μουδιάσει και όλα γύρω μου γυρίζουν, όπως λέει και το τραγούδι. Ξαφνικά ακούω μια στριγκλιά, μια γυναίκα αρχίζει να φωνάζει «ένα γιατρό, να έρθει ένας γιατρός», επικρατεί πανικός. Με όση δύναμη μου έχει μείνει σκύβω στο πλάι και βλέπω μια ηλικιωμένη πεσμένη στο πάτωμα να βγάζει έναν «υγρό» ήχο που έμοιαζε με επιθανάτιο ρόγχο.
Με πιάνει υστερία σηκώνομαι και τρέχω κλαίγοντας προς την έξοδο φωνάζοντας «δεν αντέχω άλλο θέλω να πάω σπίτι μου!!!». Νιώθω κάποιον να με τραβάει τα πάντα γύρω μου σκοτεινιάζουν και χάνω τον κόσμο.
Όταν συνήλθα ήμουν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι με έναν ορό στο ένα χέρι και μια πεταλούδα μπηγμένη στο άλλο. Δίπλα μου σε μια καρέκλα καθόταν ο σύντροφός μου κατάκοπος. Με κοιτάει και χαμογελάει με ενημερώνει ότι λιποθύμησα στα χέρια του όταν έτρεχα να φύγω και αυτός έτρεχε ξοπίσω μου.
Είχα αφυδατωθεί όπως μου είπε λόγω της γαστρεντερίτιδας ,ο αιματοκρίτης μου είχε πέσει στα τάρταρα και με το πρόβλημα σιδηροπενικής αναιμίας που έχω ο οργανισμός μου πέρασε στο «κόκκινο».
«Ωραία ρεζίλι έγινα πάλι και πότε θα φύγουμε;» τον ρωτάω. «Κάνε υπομονή τόσα τράβηξες κάτσε να φωνάξω ένα γιατρό». Σηκώνεται να βρει γιατρό. Κοιτάω γύρω μου να δω που βρίσκομαι. Είμαι σε μια αίθουσα γεμάτη ασθενείς σε κρεβάτια και φορεία. Νοσηλεύτριες και γιατροί πηγαινοέρχονται σαν τρελοί για να τους προλάβουν όλους. Σε μια γωνιά βλέπω ένα γραφείο με γιατρούς και γύρω τους ανθρώπους να τους φωνάζουν, κρατώντας χαρτιά στα χέρια.
Στο διπλανό κρεβάτι ένας παππούς που μάλλον δεν καταλαβαίνει και πολλά με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια. Γυρίζω το κεφάλι μου να μην τον βλέπω.
Ο σύντροφος μου έρχεται μαζί με ένα γιατρό. «Συνήλθαμε βλέπω πως είμαστε; Ζαλιζόμαστε;» με ρωτάει ο γιατρός. «Δεν ξέρω νιώθω αδυναμία ,αλλά ο πόνος στη κοιλιά μου έχει ηρεμήσει» απαντάω. Αρχίζει να με εξετάζει και κάνω ότι μου λέει χωρίς πολλά –πολλά, αδημονώ για την διάγνωση.
Όταν τέλειωσε άρχισε να μου λέει να μην ανησυχώ ότι μου έδωσαν ενδοφλέβια φάρμακα για τη γαστρεντερίτιδα για αυτό και υποχώρησε ο πόνος στη κοιλιά, ότι θα χρειαστώ ξεκούραση, ότι θα πρέπει να πάρω αντιβίωση για λίγες μέρες, αλλά θα πρέπει να κοιτάξω τον αιματοκρίτη μου, την CPK που είναι αυξημένη και μου αράδιασε ένα σωρό ιατρικές ειδικότητες που καλό είναι να επισκεφτώ.
Εγώ το μόνο που τον ρώτησα είναι «εντάξει και πότε μπορώ να πάω σπίτι μου;» με κοίταξε γελώντας και είπε «μόλις τελειώσει ο ορός και μπορείς να περπατήσεις θα φύγεις».
Η ώρα μέχρι να τελειώσει ο ορός μου φάνηκε αιώνας. Όταν επιτέλους ελευθερώθηκα σηκώθηκα αργά-αργά και όταν σιγουρεύτηκα ότι μπορώ να περπατήσω δεν έβλεπα την ώρα να φύγω όσο πιο μακριά γίνεται.
Αφού έγιναν οι απαραίτητες διαδικασίες στηριζόμενη στον άνθρωπο μου -που εδώ που τα λέμε του έβγαλα τη ψυχή- βγήκα έξω από το νοσοκομείο στο φως της μέρας αναφωνώντας «επιτέλους γυρίζουμε σπίτι μας και μάλιστα ζωντανοί!!!».
- Η Χριστίνα Χατζηπαλαμουτζή είναι δημοσιογράφος Υγείας, στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.