ΠολιτικήΑθανασάκης: Η ανάδειξη της έννοιας «Δημόσια Υγεία» - Οι απειλές

Αθανασάκης: Η ανάδειξη της έννοιας «Δημόσια Υγεία» – Οι απειλές

- Advertisement -
  • Συνέντευξη: Κοσμάς Ζακυνθινός

«Το μέλλον για ένα βιώσιμο σύστημα δεν μπορεί παρά να περνά από την επανασύσταση και ανάδειξη της έννοιας της δημόσιας υγείας και τον έλεγχο των παραγόντων κινδύνου για την υγεία» όπως υπογραμμίζει ο κ. Κώστας Αθανασάκης, τονίζοντας παράλληλα πως «Μπορεί η διαχρονική μείζων απειλή, το κάπνισμα, να εμφανίζει σημάδια κάμψης πια αλλά η νέα απειλή, η παιδική παχυσαρκία αποτελεί τον αχίλλειο τένοντά μας για το μέλλον».

Το μέλλον για ένα βιώσιμο σύστημα δεν μπορεί παρά να περνά από την επανασύσταση και ανάδειξη της έννοιας της δημόσιας υγείας και τον έλεγχο των παραγόντων κινδύνου για την υγεία» όπως υπογραμμίζει ο κ. Κώστας Αθανασάκης
Κώστας Αθανασάκης – Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και Πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας (i-hecon)

ΔΩΡΕΑΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Κύριε Αθανασάκη, μολονότι υπάρχουν ανοδικές τάσεις η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει χαμηλά ποσοστά ενίσχυσης στη δημόσια δαπάνη υγείας. Γιατί παραμένει χαμηλή η χρηματοδότηση του συστήματος υγείας από την πλευρά του κράτους;

Το χαμηλό ποσοστό της δημόσιας δαπάνης για την υγεία στην Ελλάδα, ως τμήμα της συνολικής δαπάνης, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα του συστήματος υγείας της χώρας. Η δημόσια δαπάνη υγείας κινείται εδώ και δύο δεκαετίες, τουλάχιστον, στο 60% της συνολικής, με το υπόλοιπο 40% να αφορά ιδιωτικές δαπάνες, που στο σύνολό τους σχεδόν, αποτελούνται από απευθείας πληρωμές των χρηστών του συστήματος (και όχι ασφαλισμένη, έστω και ιδιωτικά, δαπάνη).

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι πρόσφατο ούτε προέκυψε από τις μείζονες, τεκτονικές θα έλεγε κανείς, αλλαγές κατά την περίοδο των μνημονίων. Η υστέρηση του κράτους ως πυλώνας χρηματοδότησης του συστήματος υγείας στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ, είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο, το οποίο παρά τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα προηγούμενα χρόνια, παραμένει αμετάβλητο.

Για να αλλάξει η εγκατεστημένη αυτή πρακτική χρειάζεται, πρωτίστως, η ανάγκη για αλλαγή να γίνει αντιληπτή. Φοβάμαι ότι η πρακτική της πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας μέσω της ιδιωτικής δαπάνης, και μάλιστα μέσω της απευθείας ιδιωτικής δαπάνης, αποτελεί πια κάτι που εκλαμβάνεται ως φυσιολογικό. Επίπονο μεν οικονομικά, αλλά φυσιολογικό.

Βεβαίως, αυτό βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από τις βασικές αρχές και τις αιτίες για τις οποίες έχουμε φτιάξει τα συστήματα υγείας στην Ευρώπη, οι οποίες εστιάζουν, μεταξύ άλλων, στο αξίωμα της καθολικής πρόσβασης αλλά και της καθολικής κάλυψης του πληθυσμού.

Η μη αντίληψη και μη εκτενής συζήτηση αυτής της στρέβλωσης, δεν παρέχει και μια αιτία κινητοποίησης του κράτους προς αυτή την κατεύθυνση. Το ζήτημα της ιδιωτικής δαπάνης είναι συγγενές με το ζήτημα των ανισοτήτων στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας – ένα φαινόμενο το οποίο παραμένει έντονο στην Ελλάδα.

Ποιοι οι κίνδυνοι για την μελλοντική βιωσιμότητα και ανθεκτικότητα του συστήματος υγείας στη χώρα;

Η βιωσιμότητα, δηλαδή η ικανότητα του συστήματος να συνεχίζει να επιτελεί απρόσκοπτα τη βασική του αποστολή, η οποία είναι η βελτίωση της υγείας του πληθυσμού μέσω μιας δέσμης δράσεων, και η ανθεκτικότητα, δηλαδή η ικανότητα του συστήματος να προετοιμάζεται και να «απορροφά» τις κρίσεις, υγειονομικές κοινωνικές και οικονομικές, ελαχιστοποιώντας τις επιπτώσεις τους στην υγεία του πληθυσμού, είναι δύο εξαιρετικά σύγχρονες θεωρήσεις των συστημάτων υγείας. Η Ελλάδα συμμετέχει ενεργά στην πρωτοβουλία Partnership for Health System Sustainability and Resilience (PHSSR), η οποία επιχειρεί, μεταξύ άλλων, να αξιολογήσει την τρέχουσα κατάσταση των συστημάτων υγείας, αναφορικά με την βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητά τους σε επτά τομείς (διακυβέρνηση, χρηματοδότηση, ανθρώπινο δυναμικό, τεχνολογία υγείας, παροχή υπηρεσιών, πληθυσμιακή υγεία και περιβαλλοντική βιωσιμότητα) και να προτείνει συγκεκριμένες δράσεις για τη μελλοντική τους πορεία.

Πρόσφατα ολοκληρώσαμε την Ελληνική μελέτη της PHSSR η οποία θα είναι πολύ σύντομα δημόσια διαθέσιμη. Η μελέτη διακρίνει μια σειρά κινδύνων για τη μελλοντική βιωσιμότητα του συστήματος υγείας στη χώρα. Μεταξύ άλλων, η κεντρομόλος διοίκηση στο σύστημα, η μη ολοκλήρωση μιας σειράς εμβληματικών μεταρρυθμίσεων (όπως είναι ο ΕΟΠΥΥ ως μονοψώνιο ή η ενίσχυση της περιφερειακής οργάνωσης του συστήματος), τα προβλήματα της δαπάνης υγείας (όπως αυτά που αναφέραμε προηγουμένως), ο νοσοκομειοκεντρικός χαρακτήρας του συστήματος, και η αδυναμία του να ελέγξει, επαρκώς επί του παρόντος, την έκθεση του πληθυσμού σε παράγοντες κινδύνου για την υγεία, αποτελούν κάποιους από τους κυριότερους κινδύνους που εντοπίζει και καταγράφει η μελέτη.

Παρόλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι η μελέτη εντοπίζει και αναδεικνύει, επίσης, μια σειρά από ευκαιρίες οι οποίες μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά την μελλοντική βιωσιμότητα του συστήματος, όπως η ανάδειξη της έννοιας της Δημόσιας Υγείας ως προτεραιότητα πολιτικής στην μετα-Πανδημική περίοδο, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια στην ΠΦΥ και, βεβαίως, ο ψηφιακός μετασχηματισμός του συστήματος υγείας.

Η πρόσβαση στα καινοτόμα φάρμακα είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της υγείας των συνανθρώπων μας. Επί σειρά ετών, και ειδικά το τελευταίο διάστημα αυξάνονται οι «φωνές» που υποστηρίζουν πως στην Ελλάδα η πρόσβαση αυτή απειλείται. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Η πρόσβαση στην καινοτομία εκτιμάται ότι ευθύνεται για το 75% περίπου των θετικών μεταβολών στο προσδόκιμο επιβίωσης των πληθυσμών στην Ευρώπη, μετά το 2000. Στη χώρα μας, παρά τις κατά καιρούς καθυστερήσεις εισαγωγής νέων φαρμάκων στο σύστημα υγείας, νομίζω πως συμφωνούμε όλοι ότι, σε γενικές γραμμές, η πρόσβαση των ασθενών σε θεραπείες για μείζονα ή απειλητικά για τη ζωή προβλήματα υγείας παραμένει ικανοποιητική.

Η ενδεχόμενη απειλή προς την ευχέρεια πρόσβασης για το σύνολο του πληθυσμού πιθανότατα ανακύπτει ως αποτέλεσμα της διαφαινόμενης ανησυχίας για τη οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος, κυρίως σε ό,τι αφορά τη δαπάνη για το φάρμακο. Η αλήθεια είναι ότι τέτοιου τύπου ανησυχίες ή κινδυνολογίες (με εισαγωγικά ή χωρίς) για το φάρμακο έχουν ακουστεί εκτενώς στο παρελθόν – τώρα, όμως, η πιθανότητα να συμβεί μια τέτοιου τύπου εξέλιξη ίσως δεν είναι μικρή πια.

Η τροχιά μεταβολής (αύξησης) της φαρμακευτικής δαπάνης κινείται σε υψηλά επίπεδα, όπως αποδεικνύεται από τη διόγκωση των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων. Η αύξηση της δημόσιας δαπάνης φαρμάκου (κάτι το οποίο, ομολογουμένως, έχει ήδη συμβεί, έστω και όχι άμεσα) με στόχο τον μετριασμό της πίεσης στη φαρμακευτική αγορά είναι ένα μέτρο που μπορεί να έχει αποτελέσματα – τα οποία όμως θα είναι βραχύβια, αν η αύξηση αυτή δεν συνοδευτεί απαραιτήτως από μια σειρά από συμπληρωματικά μέτρα πολιτικής, τα οποία θα στοχεύουν σε άλλες παραμέτρους της φαρμακευτικής αγοράς, όπως το μίγμα της κατανάλωσης ή ο βαθμός του ανταγωνισμού στη μη προστατευμένη αγορά.

Το σύστημα υγείας στην Ελλάδα παράγει υποβέλτιστα αποτελέσματα σε όρους επιπέδου υγείας; Πρακτικά, πώς μεταφράζεται αυτό όσον αφορά το προσδόκιμο επιβίωσης και τη διαχείριση μια σειρά από κρίσιμους παράγοντες υγείας, όπως η παχυσαρκία και το κάπνισμα;

Το σύστημα υγείας στην Ελλάδα δουλεύει επί τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, παράγοντας υπηρεσίες υγείας μέσω των νοσοκομείων. Αυτό στην ουσία σημαίνει ότι είναι ένα σύστημα που «περιμένει» τα άτομα (αν και όταν αρρωστήσουν) αντί να «πηγαίνει το ίδιο το σύστημα σε αυτά» και να προσπαθεί να τα διατηρεί υγιή. Δίχως άλλο, η οπτική αυτή του συστήματος, η οποία προσομοιάζει με τον τρόπο λειτουργίας των συστημάτων υγείας στις δεκαετίες του 1960 και 1970, δεν αφήνει χώρο στην πρόληψη και την ολιστική φροντίδα, αλλά εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στη θεραπεία.

Συζητήσαμε πολύ έντονα τα προηγούμενα χρόνια, και ενδεχομένως με – δικαιολογημένη – ικανοποίηση, για τις επιδόσεις της χώρας στη βελτίωση του προσδόκιμου επιβίωσης. Δεν είδαμε όμως ή δεν εστιάσαμε στον επίσης σημαντικό (αν όχι σημαντικότερο, σε ένα μελλοντικό σχεδιασμό) δείκτη του υγιούς προσδόκιμου επιβίωσης, δηλαδή, με απλά λόγια, στη μακρά ζωή χωρίς προβλήματα υγείας – δείκτης στον οποίο υστερούμε, σε σχέση με την πλειονότητα των χωρών της ΕΕ.

Το μέλλον για ένα βιώσιμο σύστημα δεν μπορεί παρά να περνά από την επανασύσταση και ανάδειξη της έννοιας της δημόσιας υγείας και τον έλεγχο των παραγόντων κινδύνου για την υγεία. Μπορεί η διαχρονική μείζων απειλή, το κάπνισμα, να εμφανίζει σημάδια κάμψης πια αλλά η νέα απειλή, η παιδική παχυσαρκία αποτελεί τον αχίλλειο τένοντά μας για το μέλλον.

Ποιες οι προτάσεις σας για το μέλλον του συστήματος υγείας και την πρόσβαση των ασθενών στα καινοτόμα φάρμακα στη χώρα;

Η μελέτη για τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα του συστήματος υγείας της Ελλάδας, για την οποία σας μίλησα προηγουμένως και η οποία θα δημοσιευθεί σε πλήρη έκταση μέσα στις επόμενες εβδομάδες, περιλαμβάνει 23 συγκεκριμένες προτάσεις για τη διασφάλιση του μέλλοντος του συστήματος. Οι προτάσεις αυτές έχουν καταρτιστεί μέσα από μια μεθοδολογικά στέρεη διαδικασία ομοφωνίας (Delphi Panel) στην οποία συμμετείχαν 20 ειδικοί εμπειρογνώμονες, επιστήμονες με μακρά διαδρομή και μεγάλη συμβολή στα θέματα υγείας στη χώρα.

Μεταξύ των προτάσεων διακρίνονται δράσεις για τη βελτίωση της χρηματοδοτικής βάσης του συστήματος υγείας μέσω της φορολόγησης επιβλαβών για την υγεία καταναλώσεων (γνωστοί και ως «φόροι αμαρτίας»), η δημιουργία ενός συστήματος προγραμματισμού των υπηρεσιών υγείας με βάση τις αναμενόμενες ανάγκες υγείας του πληθυσμού, η κοινοποίηση των συλλεγόμενων δεδομένων υγείας στην επιστημονική κοινότητα (υπό την προστασία, βεβαίως, της προσωπικής/ατομικής πληροφορίας), η μεταβολή του συστήματος οργάνωσης των νοσοκομείων, η αλλαγή στον τρόπο παροχής της μακροχρόνιας φροντίδας με ομάδες υγείας στον τόπο κατοικίας του ασθενούς κ.ά.

Κατά βάση, αυτό το οποίο ζητά η μελέτη, είναι η αλλαγή του σκεπτικού στο σύστημα υγείας, με τη μετατόπιση της εστίασης της πολιτικής υγείας από την πλευρά της προσφοράς όπου βρίσκεται σήμερα, στην πλευρά της ζήτησης, δηλαδή τη διαμόρφωση των πολιτικών υγείας με βάση τις ανάγκες υγείας των πολιτών και τις προτιμήσεις τους. Σήμερα, βλέπουμε ασθενείς να περιστρέφονται γύρω από το σύστημα υγείας αναζητώντας (πολλές φορές μάταια) τις κατάλληλες υπηρεσίες υγείας για το πρόβλημά υγείας τους – Για το αύριο, θέλουμε ένα σύστημα υγείας το οποίο το ίδιο θα περιστρέφεται γύρω από τους ασθενείς, οργανώνοντας τη φροντίδα με βάση τις ανάγκες και τις προτιμήσεις τους.

Who is Who

Ο Κώστας Αθανασάκης, Οικονομολόγος με ειδίκευση στην Υγεία, είναι Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, της Σχολής Δημόσιας Υγείας, του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.

Κύριο αντικείμενό του, διδακτικά και ερευνητικά, αποτελεί η Αξιολόγηση της Τεχνολογίας Υγείας, η Οικονομική Αξιολόγηση των παρεμβάσεων στην υγεία, η Φαρμακοοικονομία και η Πολιτική του Φαρμάκου. Πέραν των παραπάνω, τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επεκτείνονται, επίσης, στην χρηματοδότηση των συστημάτων υγείας, την οικονομική ανάλυση των αγορών υγείας και την δημόσια οικονομική. Είναι συγγραφέας άνω των 250 άρθρων και περιλήψεων σε διεθνή και εθνικά περιοδικά καθώς και 14 βιβλίων, στο ευρύτερο πεδίο της έρευνας, των οικονομικών και της πολιτικής υγείας.

Είναι μέλος, μεταξύ άλλων, της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών (ΕΕΕ) και της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων για την πανδημία του κορωνοϊού (COVID-19) της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής (ΕΕΒ). Έχει διατελέσει Πρόεδρος της Research Review Committee του 17ου και του 18ου Ετήσιου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου της International Society for Pharmacoeconomics and Outcomes Research (ISPOR) και Σύμβουλος – Εξωτερικός Ερευνητής της Παγκόσμιας Τράπεζας σε ζητήματα υγείας.

Είναι, επίσης, Associate Editor του International Journal of Technology Assessment in Health Care (IJTAHC) (Cambridge University Press).

Πηγή

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ