Πόσες φορές δεν έχουμε κάνει βουτιά στη θάλασσα και έχουμε πιει λίγο θαλασσινό νερό. Πάντα όμως λέμε, «δεν πειράζει, κάνει καλό».
Μια νέα μελέτη όμως, ομάδας ερευνητών του Ηνωμένου Βασιλείου, έδειξε πως όσοι πίνουν θαλασσινό νερό, και ιδίως οι surfers, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα μεταφοράς βακτηρίων ανθεκτικών στα αντιβιοτικά.
Παλαιότερες έρευνες έδειξαν ότι οι surfers καταπίνουν πολύ περισσότερο θαλασσινό νερό από τους υπόλοιπους κολυμβητές και άλλους λάτρεις του νερού. «Το μεγάλο ερώτημα για εμάς ήταν λοιπόν. ‘Και τι σημαίνει αυτό;’» δήλωσε η Αν Λέοναρντ, επιδημιολόγος στην ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Έξετερ και ερευνήτρια.
Η νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Environment International, προσπάθησε να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση, εξετάζοντας τα βακτηρίδια του εντέρου περίπου 300 ανθρώπων, οι μισοί εκ των οποίων έκανα συνήθως surf. Τα δείγματα κοπράνων έδειξαν πως το 9% των surfers, σε σύγκριση με το 3% όσων δεν είχαν κάνει σερφ, είχαν το E.coli, που ήταν ανθεκτικό στην κεφοταξίμη, ένα αντιβιοτικό που συνήθως συνταγογραφείται για να σκοτώσει τα βακτήρια.
Ενώ το μέγεθος του δείγματος και τα ποσοστά των προσβεβλημένων ανθρώπων ήταν τόσο μικρά, η Λέονταρντ αναφέρει ότι τα αποτελέσματα δείχνουν μια πιθανή σχέση ανάμεσα στην ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά και στον χρόνο που περνάμε στη θάλασσα.
Κατανόηση μετάδοσης
Τα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται συνήθως στην ιατρική, τη γεωργία και σε άλλους δημόσιος χώρους, και η Λέοναρντ λέει πως οι πρακτικές απορροής και επεξεργασίας λυμάτων ,ιδιαίτερα μετά από έντονες βροχοπτώσεις, μπορούν να μεταφέρουν τις ουσίες αυτές κατευθείαν στον ωκεανό, όπου μπορεί να βρεθούν εκτεθειμένοι οι κολυμβητές.
Τα ευρήματα αυτά, δε σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να εγκαταλείψει το σερφ, εφησυχάζει η Λέοναρντ. Αντ’ αυτού, έχουν σκοπό να βοηθήσουν τους ανθρώπους να «αποφασίσουν εάν θέλουν να κολυμπήσουν ή όχι» λέει η Λέοναρντ, προσθέτοντας πως η αποφυγή της επαφής με το θαλασσινό νερό, στις ημέρες που ακολουθούν τις έντονες βροχοπτώσεις μπορεί να μειώσει την έκθεση.
Τα αποτελέσματα μπορεί να διαφέρουν από χώρα σε χώρα με βάση τη χρήση αντιβιοτικών, τις πρακτικές επεξεργασίας νερού και άλλων παραγόντων. «Η κατανόηση της μετάδοσης και όλοι οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο μπορούν να μας βοηθήσουν να αναπτύξουμε αποτελεσματικές παρεμβάσεις για να μειώσουμε την εξάπλωση της αντίστασης» λέει η Λέοναρντ. Αυτό είναι σημαντικό «επειδή η αντίσταση στα αντιβιοτικά είναι μια αυξανόμενη ανησυχία σε διεθνές επίπεδο».