Επιστροφή στο προσδόκιμο ζωής του 2012 μας έφερε η πανδημία, ακυρώνοντας όσα είχαμε πετύχει τα τελευταία δέκα χρόνια, όμως οι χρόνιες ασθένειες συνεχίζουν να αποτελούν τις κύριες αιτίες θανάτου
Το προσδόκιμο επιβίωσης μειώθηκε κατά 1,8 χρόνια στα 71,4 έτη την διετία 2019-2021, γυρνώντας μας πίσω στο 2012. Το ίδιο συνέβη και με το προσδόκιμο υγιούς ζωής, που μειώθηκε κατά 1,5 έτος στα 61,9 χρόνια, επιστρέφοντας και εδώ στα επίπεδα του 2012.
Σύμφωνα με το in.gr στη διαπίστωση αυτή καταλήγει η έκθεση της Παγκόσμιας Στατιστικής Υγείας για το 2024 του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), που δημοσιοποιήθηκε σήμερα από τον ΠΟΥ, και η οποία προτρέπει τις χώρες να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους, προκειμένου να πετύχουν τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης που σχετίζονται με την υγεία ως το 2030.
Η έκθεση του 2024 υπογραμμίζει επίσης πώς οι επιπτώσεις της πανδημίας δεν ήταν ίδιες για όλο τον κόσμο.
Περισσότερο επλήγησαν η Αμερική και η Νοτιοανατολική Ασία, όπου το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε κατά περίπου 3 χρόνια και το προσδόκιμο υγιούς ζωής κατά 2,5 χρόνια στη διάρκεια των ετών 2019 – 2021.
Αντίθετα, η περιοχή του Δυτικού Ειρηνικού επηρεάστηκε ελάχιστα τα δύο πρώτα χρόνια της πανδημίας, με απώλειες μικρότερες των 0,1 ετών στο προσδόκιμο ζωής και 0,2 ετών στο προσδόκιμο υγιούς ζωής.
Το 2021, περίπου 1,3 δις άνθρωποι ή το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού, είχαν κάποια αναπηρία.
Ο Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ Δρ Tedros Adhanom Ghebreyesus, επεσήμανε πως «Συνεχίζει να σημειώνεται σημαντική πρόοδος στην παγκόσμια υγεία, με δισεκατομμύρια ανθρώπους να απολαμβάνουν καλύτερη υγεία, καλύτερη πρόσβαση σε υπηρεσίες και καλύτερη προστασία από έκτακτες ανάγκες υγείας.
Όμως πρέπει να θυμόμαστε πόσο εύθραυστη μπορεί να είναι αυτή η πρόοδος.
Μέσα σε μόλις δύο χρόνια, η πανδημία του COVID-19 διέγραψε μια δεκαετία ανόδου στο προσδόκιμο επιβίωσης.
Γι’ αυτό η νέα Συμφωνία για την Πανδημία είναι τόσο σημαντική: όχι μόνο για την ενίσχυση της παγκόσμιας ασφάλειας υγείας, αλλά για την προστασία των μακροπρόθεσμων επενδύσεων στην υγεία και την προώθηση της ισότητας εντός και μεταξύ των χωρών».
Κύρια αιτία θανάτου οι χρόνιες ασθένειες
Οι μη μεταδιδόμενες ασθένειες παραμένουν η κύρια αιτία θανάτου, παρότι ο κορονοϊός ανάλογα με τη χρονιά είτε αποτελούσε την κύρια αιτία θανάτου, είτε καταλάμβανε την δεύτερη (το 2021) και τρίτη θέση (το 2020) στις κυριότερες αιτίες θνησιμότητας των τελευταίων ετών.
Σχεδόν 13 εκατομμύρια ζωές χάθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Οι τελευταίες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι εκτός της Αφρικής και του Δυτικού Ειρηνικού, η COVID-19 ήταν μεταξύ των πέντε κορυφαίων αιτιών θανάτου και έγινε η κύρια αιτία θανάτου στην Αμερικανική Ήπειρο και για τα δύο χρόνια.
Η έκθεση του ΠΟΥ υπογραμμίζει επίσης ότι οι μη μεταδιδόμενες ασθένειες όπως η ισχαιμική καρδιοπάθεια και το εγκεφαλικό επεισόδιο, οι καρκίνοι, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, η νόσος Αλτσχάιμερ και άλλες άνοιες και ο διαβήτης, ήταν οι μεγαλύτεροι δολοφόνοι πριν από την πανδημία, υπεύθυνοι για το 74% όλων των θανάτων στην 2019. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα μη μεταδιδόμενα νοσήματα συνέχισαν να ευθύνονται για το 78% των θανάτων, εκτός COVID.
Αύξηση της παχυσαρκίας και του υποσιτισμού
Ο κόσμος αντιμετωπίζει το βαρύ φορτίο ενός περίπλοκου διατροφικού προβλήματος, κατά το οποίο ο υποσιτισμός συνυπάρχει με το πλεονάζον βάρος και την παχυσαρκία.
Το 2022, πάνω από ένα δισεκατομμύριο πληθυσμού άνω των 5 ετών ζούσαν με παχυσαρκία, ενώ πάνω από μισό δισεκατομμύριο ήταν ελλιποβαρείς.
Ο υποσιτισμός στα παιδιά ήταν επίσης εντυπωσιακός, προκαλώντας:
σε 148 εκατομμύρια παιδιά κάτω των πέντε ετών καθυστέρηση στην ανάπτυξη (μειωμένο ύψος για την ηλικία τους) και
45 εκατομμύρια να υποφέρουν από ατροφία (πολύ αδύνατα για το ύψος τους), ενώ
37 εκατομμύρια ήταν υπέρβαρα.
Ανισότητες στην υγεία
Η έκθεση υπογραμμίζει περαιτέρω τις σημαντικές προκλήσεις για την υγεία που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες.
Το 2021, περίπου 1,3 δις άνθρωποι ή το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού, είχαν κάποια αναπηρία.
Αυτή η ομάδα πληθυσμού, επιβαρύνεται περισσότερο από τις ανισότητες στην υγεία, οι οποίες είναι άδικες και μπορούν να αποφευχθούν.
Σε ότι αφορά τους πρόσφυγες και μετανάστες, η πρόσβασή τους σε περίθαλψη παραμένει περιορισμένη, με μόνο τις μισές από τις 84 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα μεταξύ 2018 και 2021 να παρέχουν υπηρεσίες υγείας που χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση σε αυτές τις ομάδες πληθυσμού σε επίπεδα συγκρίσιμα με τους πολίτες τους.
Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη προσαρμογής των συστημάτων υγείας και αντιμετώπισης των συνεχιζόμενων ανισοτήτων και των μεταβαλλόμενων δημογραφικών αναγκών των παγκόσμιων πληθυσμών.
Στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης
Παρά την οπισθοδρόμηση που προκάλεσε η πανδημία, κάποια πρόοδος έχει καταγραφεί τόσο σε ότι αφορά τους δείκτες υγείας των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης, όσο και των στόχων των Τριών Δισεκατομμυρίων του ΠΟΥ.
Από το 2018, άλλο 1,5 δισεκατομμύριο άνθρωποι κατάφεραν να βελτιώσουν την υγεία και την ευμάρειά τους.
Παρά το όφελος αυτό όμως, η αυξανόμενη παχυσαρκία, η μεγάλη χρήση καπνού και η επίμονη ατμοσφαιρική ρύπανση εμποδίζουν την πρόοδο.
Οι στόχοι των τριών δισεκατομμυρίων του ΠΟΥ προβλέπουν ως το 2025:
- ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους να ωφελούνται από την καθολική κάλυψη υγείας,
- ένα δις. να προστατεύεται από επείγουσες καταστάσεις υγείας και άλλο
- ένα δις. να απολαμβάνει καλύτερη υγεία και ευμάρεια.
Η καθολική κάλυψη υγείας επεκτάθηκε σε 585 εκατομμύρια περισσότερους ανθρώπους, δεν έπιασε όμως τον στόχο του ενός δισεκατομμυρίου.
Μόνο 777 εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι είναι πιθανό να προστατεύονται επαρκώς σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης για την υγεία μέχρι το 2025, υπολειπόμενοι από τον στόχο του ενός δισεκατομμυρίου. Αυτή η προστασία γίνεται ολοένα και πιο σημαντική καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και άλλων παγκόσμιων κρίσεων απειλούν ολοένα και περισσότερο την ασφάλεια της υγείας.
Παρά την πρόοδο, η Bοηθός Γενική Διευθύντρια Ανάλυσης Δεδομένων του ΠΟΥ Δρ Σαμίρα Άσμα, επεσήμανε πως «για τους στόχους των τριών δισεκατομμυρίων από το 2018, πρέπει να γίνουν πολλά ακόμα. Τα δεδομένα αποτελούν δύναμη για τον ΠΟΥ. Πρέπει να τα αξιοποιήσουμε καλύτερα για καλύτερα αποτελέσματα στις χώρες. Αν δεν επιταχύνουμε την πρόοδό μας, θα είναι απίθανο να πετύχουμε οποιονδήποτε από τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης ως το 2030».
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα