Οι άνθρωποι που πέρασαν Covid-19, είναι πιθανότερο να εμφανίσουν επιληπτικές κρίσεις τους επόμενους μήνες, από ό,τι όσοι είχαν γρίπη, δείχνει μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος αφενός στα παιδιά από ό,τι στους ενήλικες και αφετέρου σε όσους αρρώστησαν αλλά δεν χρειάστηκε να νοσηλευθούν λόγω του κορωνοϊού.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή νευρολογίας Αρτζούνε Σεν του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Neurology» της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για 152.754 ανθρώπους που είχαν περάσει Covid-19 και άλλους τόσους που είχαν αρρωστήσει με γρίπη. Κανένας δεν είχε έως τότε διαγνωστεί με επιληψία, ούτε είχε εκδηλώσει επαναλαμβανόμενες επιληπτικές κρίσεις.
Διαπιστώθηκε ότι οι άνθρωποι με Covid-19 είχαν 55% μεγαλύτερη πιθανότητα για εμφάνιση επιληψίας ή επιληπτικών κρίσεων μέσα στο επόμενο εξάμηνο, σε σύγκριση με όσους είχαν περάσει γρίπη. Η συχνότητα νέων περιστατικών επιληψίας ή επιληπτικών κρίσεων ήταν 0,94% στην ομάδα της Covid-19, έναντι 0,60% στην ομάδα της γρίπης.
«Μολονότι ο κίνδυνος εμφάνισης επιληπτικών κρίσεων ή επιληψίας ήταν χαμηλός, κάτω του 1% του συνόλου των ανθρώπων με Covid-19, αν ληφθεί υπόψη ο μεγάλος αριθμός όσων έχουν μολυνθεί με Covid-19, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μελλοντική αύξηση του αριθμού των ανθρώπων με επιληψία και κρίσεις τέτοιες. Επιπροσθέτως, ο αυξημένος κίνδυνος επιληπτικών κρίσεων στα παιδιά μας δίνει άλλον έναν λόγο να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τις λοιμώξεις Covid-19 σε αυτά», δήλωσε ο δρ Σεν.
Τα επίπεδα υγρασίας στους κλειστούς και η λοίμωξη
Μέχρι στιγμής, γνωρίζουμε ότι ο σωστός αερισμός των εσωτερικών χώρων αποτελεί «κλειδί» για τη μείωση της μετάδοσης της COVID-19. Τώρα μια νέα μελέτη ερευνητών από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) δείχνει ότι και τα επίπεδα σχετικής υγρασίας στους κλειστούς χώρους επιδρούν στην εξάπλωση του ιού SARS-CoV-2.
Η σχετική υγρασία (υπολογίζεται σε ποσοστό %) ορίζεται ως η ποσότητα των υδρατμών στον αέρα σε σύγκριση με τη συνολική ποσότητα υδρατμών που μπορεί να περιέχει ο αέρας σε μια συγκεκριμένη θερμοκρασία προτού αυτός κορεσθεί.
Στη μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Journal of the Royal Society Interface» η ομάδα του ΜΙΤ αναφέρει ότι η διατήρηση της σχετικής υγρασίας σε έναν εσωτερικό χώρο μεταξύ του 40% και του 60% συνδέεται με χαμηλότερα ποσοστά λοιμώξεων και θανάτων από COVID-19, ενώ τα ποσοστά σχετικής υγρασίας πάνω ή κάτω από αυτό το εύρος σχετίζονται με χειρότερη έκβαση των κρουσμάτων. Για να κατανοήσει κάποιος καλύτερα το εύρος των ποσοστών υγρασίας που προτείνουν οι ερευνητές, αξίζει να αναφερθεί ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται βολικά όταν τα ποσοστά σχετικής υγρασίας σε έναν χώρο είναι μεταξύ του 30% και του 50% ενώ η σχετική υγρασία μέσα σε μια καμπίνα αεροπλάνου είναι περίπου στο 20%.
Τα δεδομένα της μελέτης
Τα ευρήματα βασίστηκαν σε ανάλυση δεδομένων σχετικά με την COVID-19 τα οποία συνδυάστηκαν με μετεωρολογικές μετρήσεις που αφορούσαν 121 χώρες, από τον Ιανουάριο του 2020 ως τον Αύγουστο του 2020 (περίοδος πριν από την έλευση των εμβολίων). Από τη μελέτη προέκυψε ισχυρή σύνδεση μεταξύ τοπικών επιδημικών κυμάτων της COVID-19 και της σχετικής υγρασίας στους εσωτερικούς χώρους.
Αύξηση κρουσμάτων και θανάτων όταν τα ποσοστά σχετικής υγρασίας είναι χαμηλά ή υψηλά
Σε γενικό πλαίσιο οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι όταν σε μια περιοχή καταγραφόταν αύξηση των κρουσμάτων και των θανάτων από COVID-19, η εκτιμώμενη σχετική υγρασία στους εσωτερικούς χώρους ήταν είτε χαμηλότερη από 40% είτε υψηλότερη από 60%, ασχέτως της εποχής του χρόνου. Σχεδόν όλες οι περιοχές που εξετάστηκαν στη μελέτη είχαν λιγότερα κρούσματα και θανάτους σε περιόδους κατά τις οποίες η εκτιμώμενη σχετική υγρασία των εσωτερικών χώρων βρισκόταν στο εύρος του 40% ως 60%.
Γιατί βρέθηκαν οι εσωτερικοί χώροι στο «μικροσκόπιο»
Οι επιστήμονες πίσω από τη νέα μελέτη – ο κύριος συγγραφέας Κόνορ Βερχέγεν, υποψήφιος διδάκτορας στην Ιατρική Μηχανική στο Πρόγραμμα του Χάρβαρντ και του ΜΙΤ σχετικά με τις Επιστήμες Υγείας και την Τεχνολογία καθώς και η έτερη συγγραφέας Λίντια Μπουρουίμπα, διευθύντρια του Εργαστηρίου Δυναμικής των Ρευστών και Μετάδοσης Νοσημάτων του ΜΙΤ και αναπληρώτρια καθηγήτρια στα Τμήματα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος στο Ινστιτούτο Ιατρικής Μηχανικής και Επιστήμης του ΜΙΤ – επικεντρώθηκαν στους εσωτερικούς παρά στους εξωτερικούς χώρους καθώς στις περισσότερες περιοχές του κόσμου`οι άνθρωποι περνούν περισσότερο από το 90% του χρόνου τους σε κλειστούς χώρους, όπου συμβαίνει κατά κύριο λόγο και η μετάδοση των ιών. Επιπλέον οι συνθήκες στους εσωτερικούς χώρους μπορεί να είναι αρκετά διαφορετικές από εκείνες στους εξωτερικούς χώρους εξαιτίας της χρήσης συστημάτων όπως ο κλιματισμός και το καλοριφέρ που ξηραίνουν σημαντικά τον αέρα.
Ανάλυση με βάση πλήθος παραμέτρων
Στο πλαίσιο της μελέτης οι δύο ερευνητές επικεντρώθηκαν στην πρώτη φάση της πανδημίας, κατά την οποία δεν υπήρχαν εμβόλια, καθώς πίστευαν ότι έτσι τα αποτελέσματα θα ήταν πιο ακριβή. Συνέλεξαν δεδομένα από 121 χώρες – όλες οι χώρες που περιελήφθησαν στη μελέτη είχαν καταγράψει τουλάχιστον 50 θανάτους από COVID-19 έκαστη, γεγονός που μαρτυρούσε ότι είχαν βιώσει τουλάχιστον ένα πανδημικό κύμα. Για την κάθε χώρα οι επιστήμονες εξέτασαν και άλλες παραμέτρους, όπως τα μέτρα που έλαβαν οι κυβερνήσεις ενάντια στην πανδημία (π.χ. απομόνωση, καραντίνα, διαγνωστικός έλεγχος). Χρησιμοποίησαν επίσης μετεωρολογικά δεδομένα ώστε να υπολογίσουν τη σχετική υγρασία στους εξωτερικούς χώρους της κάθε χώρας. Στη συνέχεια εκτίμησαν τη μέση σχετική υγρασία των εσωτερικών χώρων της κάθε χώρας με βάση τη σχετική υγρασία των εξωτερικών χώρων καθώς και τις οδηγίες για το εύρος της θερμοκρασίας που πρέπει να έχουν οι εσωτερικοί χώροι ώστε να νιώθουν βολικά οι άνθρωποι εντός τους.
Τα αποτελέσματα για τις χώρες του Βορείου και Νοτίου Ημισφαιρίου
Οι ερευνητές είδαν ότι όταν η περίοδος ήταν πιο θερμή σε μια περιοχή, η σχετική υγρασία τόσο στους εξωτερικούς όσο και στους εσωτερικούς χώρους ήταν περίπου η ίδια. Αυτό όμως άλλαζε στις πιο ψυχρές περιόδους. Ετσι, ενώ η σχετική υγρασία των εξωτερικών χώρων παρέμενε περίπου στο 50% καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, η σχετική υγρασία στους εσωτερικούς χώρους χωρών του Βόρειου και του Νότιου Ημισφαιρίου έπεφτε κάτω από 40% κατά τους κρύους μήνες – την ίδια περίοδο τα κρούσματα και οι θάνατοι από COVID-19 εκτοξεύονταν.
Τα αποτελέσματα για τις τροπικές περιοχές
Στις τροπικές περιοχές η σχετική υγρασία ήταν περίπου η ίδια σε εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους καθ’όλη τη διάρκεια του χρόνου με σταδιακή αύξηση στους εσωτερικούς χώρους κατά τη θερινή περίοδο οπότε και η σχετική υγρασία ξεπερνούσε το 60%. Η αύξηση αυτή, όπως ανακάλυψαν οι ερευνητές, αντικατόπτριζε τη σταδιακή αύξηση των θανάτων από COVID-19 σε αυτές τις περιοχές.
Το «παράθυρο» για καλύτερη έκβαση της πανδημίας
«Εντοπίσαμε περισσότερους καταγεγραμμένους θανάτους από COVID-19 όταν η σχετική υγρασία στους εσωτερικούς χώρους ήταν πάνω ή κάτω από το εύρος του 40%-60%. Αυτό το ‘παράθυρο’ σχετικής υγρασίας σχετίζεται με καλύτερη έκβαση της πανδημίας, γεγονός που μεταφράζεται σε λιγότερους θανάτους και επιβράδυνσή της» σημείωσε ο Βερχέγεν.
Ισχυρή σύνδεση
Η δρ Μπουρουίμπα τόνισε από την πλευρά της ότι προκειμένου να εξαχθούν τα ακριβέστερα δυνατά αποτελέσματα, ακολουθήθηκε ενδελεχής ανάλυση στην οποία ελήφθησαν υπόψη πολλοί παράγοντες που μπορεί να τα επηρέαζαν όπως οι παρεμβάσεις που έκαναν οι διαφορετικές κυβερνήσεις στην αρχή της πανδημίας και τα διαφορετικά μέτρα που έλαβαν. «Ακόμη και όταν όλα αυτά ελήφθησαν υπόψη, η σχετική υγρασία στους εσωτερικούς χώρους φάνηκε ότι συνέχιζε να έχει ισχυρή σύνδεση με την έκβαση της COVID-19».
Γιατί η σχετική υγρασία των εσωτερικών χώρων αποτελεί «κλειδί»
Αυτή τη στιγμή παραμένει ασαφές πώς προκύπτει αυτή η σύνδεση. Περαιτέρω μελέτες των ερευνητών που βρίσκονται σε εξέλιξη μαρτυρούν ότι τα παθογόνα επιβιώνουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μέσα στα σταγονίδια που εκλύονται με το βήχα ή το φτέρνισμα από τα μολυσμένα άτομα όταν οι εξωτερικές συνθήκες είναι πολύ ξηρές ή αντιθέτως πολύ υγρές. Ωσπου να εξαχθούν σαφή συμπεράσματα η δρ Μπουρουίμπα τόνισε ότι «αυτό που μπορούμε προς το παρόν να πούμε είναι ότι η σχετική υγρασία αναδύεται ως ένας σημαντικός παράγοντας που είναι καλό να διατηρείται στο 40%-60%, σε συνδυασμό με τον καλό αερισμό των εσωτερικών χώρων ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος μετάδοσης της COVID-19».
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα