Στο «μικροσκόπιο» των λοιμωξιολόγων της Ευρώπης με έξι εργαστήρια αναφοράς, μπαίνει κάθε παθογόνο βακτήριο και ιός, προκειμένου να προλάβουμε την επόμενη πανδημία.
Ενόσω η παγκόσμια κοινότητα των λοιμωξιολόγων συνεχίζει να περιμένει την άγνωστη λοίμωξη που θα φέρει την επόμενη πανδημία, τη «νόσο Χ», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί την προστασία του ευρωπαϊκού πληθυσμού από έξι κατηγορίες γνωστών και άγνωστων ασθενειών που αναμένεται να αναδυθούν τουλάχιστον για τα επόμενα επτά χρόνια.
Στην κατεύθυνση αυτή, δημιουργούνται έξι εργαστήρια αναφοράς για τη δημόσια υγεία εντός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία για την επόμενη επταετία θα χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του προγράμματος EU4Health.
Μετά τη γνώση που έχουμε αποκομίσει από την πανδημία και την αδυναμία των πληθυσμών να σταματήσουν την επέκταση της νόσου, τα εργαστήρια αυτά, θα επιχειρήσουν να δώσουν λύση σε σοβαρές διασυνοριακές απειλές υγείας.
Στα εργαστήρια αυτά, οι πρώτοι των πρώτων, θα συγκεντρώνουν την εξειδικευμένη επιστημονική τους γνώση και δημιουργώντας δίκτυα, θα μεταδίδουν τη γνώση αυτή στα κράτη μέλη ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να βελτιωθεί η ετοιμότητα, ο έγκαιρος εντοπισμός και η προετοιμασία της ανταπόκρισης της Ευρώπης σε λοιμώξεις υψηλού κινδύνου. Από τη χώρα μας, μετέχει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο δεύτερο εργαστήριο.
Τα εργαστήρια αναφοράς καλύπτουν τους ακόλουθους τομείς:
- Λοιμώξεις από βακτήρια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά
- Παθογόνους ιούς που μεταδίδονται μέσω εντόμων και ζώων
- Αναδυόμενους παθογόνους ιούς που προέρχονται από τρωκτικά και ζωονόσους
- Νέα αναδυόμενα βακτήρια υψηλού κινδύνου που προέρχονται από ζωονόσους
- Λεγεωνέλλα
- Διφθερίτιδα και κοκκύτη.
Ο ιός Χέντρα
Τα έξι ευρωπαϊκά εργαστήρια αναφοράς, καθοδηγούμενα από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Λοιμώξεων ECDC θα υποστηρίζουν τα εθνικά εργαστήρια δημόσιας υγείας διασφαλίζοντας τη συγκρισιμότητα των δεδομένων και την ενίσχυση της ικανότητας σε εργαστηριακές μεθόδους σε επίπεδο ΕΕ. Αυτό περιλαμβάνει προσπάθειες συντονισμού στη τη διάγνωση και τη χρήση διαγνωστικών τεστ, ώστε να υπάρχει δυνατότητα επιτήρησης, την ειδοποίησης και αναφοράς των ασθενειών.
Αναλυτικότερα, με την απόφαση της Κομισιόν προβλέπεται τα εργαστήρια αυτά να παρέχουν εξωτερικές αξιολογήσεις ποιότητας, όπως τεστ φαινοτυπικής ή γονιδιωματικής επάρκειας, ανά τομέα του κάθε εργαστηρίου σε μέλη του δικτύου ή των δικτύων που υποστηρίζονται από το εργαστήριο αυτό, ανάλογα με τις ανάγκες που ορίζονται από αυτά τα δίκτυα. Παράλληλα, θα διεξάγουν έρευνες, θα παρέχουν επιστημονικές συμβουλές και τεχνική υποστήριξη ανά τομέα στα μέλη των δικτύων που θα δημιουργηθούν, ενώ θα παρέχουν επιστημονική και τεχνική βοήθεια στην Επιτροπή σχετικά με τον ειδικό τομέα δημόσιας υγείας του κάθε εργαστηρίου.
Σε συντονισμό με το ECDC θα προβλέπεται η παροχή:
- αξιολογήσεων της εργαστηριακής ικανότητας, ανάπτυξη σχεδίων για την ενίσχυση της ικανότητας ή και υποστήριξη της ανάπτυξης ικανοτήτων στον τομέα του κάθε εργαστηρίου,
- πληροφοριών για σχετικές εθνικές, ενωσιακές και διεθνείς ερευνητικές δραστηριότητες
- υποστήριξης σε εθνική επιτήρηση ή και σε εθνικές και διασυνοριακές έρευνες εστιών
- εκπαίδευσης, μέσω εργαστηρίων, διαδικτυακών σεμιναρίων, ασκήσεων προσομοίωσης ή/και πιλοτικών ασκήσεων επιτήρησης και
- ο συντονισμός συνεργατικών ερευνητικών μελετών ανά τομέα.
Τα εργαστήρια
Το πρώτο εργαστήριο, στην Κοπεγχάγη της Δανίας, αφορά τη μικροβιακή αντοχή με έδρα το Ινστιτούτο Statens Serum, σε συνεργασία με το Πολυτεχνείο της Δανίας, το τμήμα Κλινικής Μικροβιολογίας του Πανεπιστημίου της Κοπενγχάγης στην περιφέρεια Kronoberg και το Κέντρο Μικροβιολογίας στο Κεντρικό Νοσοκομείο του Βέξιε της Σουηδίας. Το εργαστήριο αυτό θα παρέχει υποστήριξη σε εθνικά εργαστήρια αναφοράς για την ορθή πρακτική και την ποιότητα στην προστασία της δημόσιας υγείας σε ότι αφορά τη μικροβιακή αντοχή εκτός των θεμάτων μικροβιακής αντοχής από σαλμονέλα, καμπυλοβακτηρίδιο και γονόρροια.
Το δεύτερο εργαστήριο αναφοράς αφορά ιούς που μεταδίδονται μέσω φορέων (έντομα, ζώα) και έχει έδρα το Ινστιτούτο Rijks στο Bilthoven της Ολλανδίας. Σε αυτό το εργαστήριο μετέχουν επίσης το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Ιατρικής Έρευνας της Γαλλίας στο Παρίσι, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Πανεπιστήμιο της Πάδοβα Ιταλίας και το Πανεπιστήμιο της Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας. Το εργαστήριο αυτό θα ασχολείται με ιογενείς ασθένειες που μεταδίδονται με φορείς που προκαλούνται από φλαβοϊούς (όπως ο ιός δάγγειου πυρετού, ο ιός της ιαπωνικής εγκεφαλίτιδας, ο ιός της εγκεφαλίτιδας που μεταδίδεται από κρότωνες, ο ιός του Δυτικού Νείλου, ο ιός του κίτρινου πυρετού, ο ιός Ζίκα), οι αλφαϊοί (όπως ο ιός chikungunya, ο ιός Sindbis), οι ιοί bunya (όπως ο ιός του αιμορραγικού πυρετού Κριμαίας-Κονγκό, ο ιός του πυρετού Rift Valley, ο ιός Toscana) και οι αρμποϊοί σε άλλες οικογένειες ιών.
Το τρίτο εργαστήριο αναφοράς πρόκειται για κοινοπραξία με επικεφαλής την Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Σουηδίας, σε συνεργασία με το Εθνικό Ινστιτούτο Λοιμώξεων «Lazzaro Spallanzani» της Ιταλίας στη Ρώμη, το Ινστιτούτο Παστέρ της Γαλλίας στο Παρίσι και το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Υγείας της Ουγγαρίας στη Βουδαπέστη. Αρμοδιότητες του γραφείου αυτού είναι οι αναδυόμενοι ιοί από τρωκτικά και ζωονόσους. Περιλαμβάνει τους φιλοϊούς που προκαλούν αιμορραγικούς πυρετούς, όπως είναι ο ιός έμπολα και ο ιός Μάρμπουργκ, χανταϊούς που προκαλούν νεφρικό και πνευμονικό σύνδρομο σε περίπτωση επαφής με κόπρανα και ούρα ποντικών ακόμη και από σκόνη, ιούς Χενίπα της οικογένειας των παραμυξοϊών, όπως ο ιός Νίπα και Κουμάσι, που προκαλούν λοίμωξη η οποία μοιάζει με γρίπη, όπως προέρχεται από λοίμωξη που προκαλείται στο επιθήλιο των αγγείων, ιοί της οικογένειας του ιού της λύσσας, ιοί της οικογένειας του ιού της ευλογιάς, καθώς και την ιογενή «νόσο X».
Το τέταρτο εργαστήριο αφορά τα αναδυόμενα υψηλού κινδύνου βακτήρια που προέρχονται από ζωονόσους. Πρόκειται για κοινοπραξία με επικεφαλής το Ινστιτούτο Robert Koch του Βερολίνου, το Ινστιτούτο Μικροβιολογίας του γερμανικού στρατού στο Μόναχο, την Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας της Σουηδίας και το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας της Πορτογαλίας «δρ Ricardo Jorge» στη Λισαβόνα. Αρμοδιότητες του εργαστηρίου είναι τα βακτήρια υψηλού κινδύνου και οι αναδυόμενες ζωονόσοι και περιλαμβάνει υψηλού κινδύνου, αναδυόμενες και ζωονοσογόνες βακτηριακές ασθένειες (όπως άνθρακας, βρουκέλλωση, αδένες, λεπτοσπείρωση, βορρελίωση Lyme, μελιόδωση, πανώλη, πυρετός Q, ρικετσίωση και τουλαραιμία).
Το πέμπτο εργαστήριο αφορά λεγεωνέλλα, που προκαλεί τη νόσο των Λεγεωναρίων. Πρόκειται για κοινοπραξία, με επικεφαλής το Πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Λυών της Γαλλίας, στην οποία μετέχουν επίσης το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας της Ιταλίας στη Ρώμη, το Πολυτεχνείο της Δρέσδης στη Γερμανία και το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας «δρ Ricardo Jorge» της Πορτογαλίας, στη Λισαβόνα.
Το έκτο εργαστήριο αναφοράς για τη διφθερίτιδα και τον κοκκύτη αποτελεί κοινοπραξία με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Τουρκού της Φινλανδίας, με τη συμμετοχή του Ινστιτούτου Παστέρ της Γαλλίας, το Πανεπιστήμιο Vrije των Βρυξελλών και το ερευνητικό Ινστιτούτο Sciensano που αποτελεί το Εθνικό Ινστιτούτο του Βελγίου και το Κρατικό Γραφείο Υγείας και Ασφάλειας Τροφίμων της Βαυαρίας, στο Erlangen της Γερμανίας.
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα