ΠολιτικήΒλαχοπιώτη: Νοσοκομειακό φάρμακο και δευτεροβάθμια φροντίδα

Βλαχοπιώτη: Νοσοκομειακό φάρμακο και δευτεροβάθμια φροντίδα

- Advertisement -
  • Συνέντευξη: Χριστίνα Χατζηπαλαμουτζή

«Η πολιτεία οφείλει να επισπεύσει την ψηφιοποίηση των νοσοκομείων και να αξιοποιήσει εργαλεία όπως η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, η διασύνδεση μεταξύ των μονάδων αλλά και με το φάκελο του ασθενούς, η θέσπιση αυστηρών θεραπευτικών πρωτοκόλλων και ασφαλώς η εφαρμογή της μεταρρύθμισης της ΕΚΑΠΥ χωρίς άλλη αναβολή» όπως τονίζει η κ. Ζέφη Βλαχοπιώτη, Διευθύντρια Market Access, Bristol Myers Squibb, υπογραμμίζοντας πως «Τα μέτρα αυτά απαιτούν ελάχιστη οικονομική επένδυση από το κράτος, έχουν σύντομο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης και θα αποδώσουν καρπούς άμεσα και για όλους, για το σύστημα υγείας, για τους προμηθευτές των νοσοκομείων όπως οι φαρμακευτικές εταιρείες, αλλά κυρίως για τους ίδιους τους ασθενείς».

«Η πολιτεία οφείλει να επισπεύσει την ψηφιοποίηση των νοσοκομείων και να αξιοποιήσει εργαλεία όπως η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, η διασύνδεση μεταξύ των μονάδων αλλά και με το φάκελο του ασθενούς, η θέσπιση αυστηρών θεραπευτικών πρωτοκόλλων και ασφαλώς η εφαρμογή της μεταρρύθμισης της ΕΚΑΠΥ χωρίς άλλη αναβολή» όπως τονίζει η κ. Ζέφη Βλαχοπιώτη, Διευθύντρια Market Access, Bristol Myers Squibb
Ζέφη Βλαχοπιώτη, Διευθύντρια Market Access, Bristol Myers Squibb

ΔΩΡΕΑΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Κυρία Βλαχοπιώτη, η BMS είναι μία βιοφαρμακευτική εταιρεία με χαρτοφυλάκιο κυρίως στο νοσοκομειακό περιβάλλον, έναν τομέα του συστήματος υγείας όπου η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να φέρει ριζικές αλλαγές το επόμενο διάστημα. Θα επηρεαστεί θετικά κατά τη γνώμη σας και το φάρμακο;

Πράγματι, η εταιρεία μας με πάνω από 60 χρόνια συνεχή παρουσία στην Ελλάδα, έχει επικεντρωθεί την τελευταία δεκαετία στην ανακάλυψη και διάθεση καινοτόμων θεραπειών για σοβαρές χρόνιες παθήσεις σε θεραπευτικές κατηγορίες όπως ο καρκίνος, η αιματολογία, η καρδιολογία και η ανοσολογία με σκευάσματα για την πολλαπλή σκλήρυνση, τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου, τα ρευματικά νοσήματα και την ψωρίαση. Στην πλειοψηφία τους τα σκευάσματα αυτά διατίθενται στα νοσοκομεία.

Αναφορικά με το ερώτημα σας, έχω συγκρατήσει τη φράση του νέου Υπουργού Υγείας Μιχάλη Χρυσοχοΐδη «Αυτή θα είναι η τετραετία της υγείας», με την οποία ξεκίνησε την ομιλία του κατά την πρόσφατη συνεδρίαση των προγραμματικών δηλώσεων στη Βουλή και περιέγραψε τρέχουσες και επικείμενες παρεμβάσεις στο υγειονομικό σύστημα και ειδικότερα στο νοσοκομειακό περιβάλλον. Έργα όπως η κτιριακή αναβάθμιση, ο νέος νοσοκομειακός χάρτης, η ψηφιακή διασύνδεση ογκολογικών κλινικών προχωρούν με τη χρηματοδότηση άνω των 1,5 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης. Αυτή είναι μία εξέχουσα ευκαιρία ανασυγκρότησης της δευτεροβάθμιας φροντίδας, με άμεσο αντίκτυπο σε κάθε χρόνιο ασθενή και σε κάθε πολίτη.

 

Όμως, οφείλω να ομολογήσω ότι η πρόσβαση στα νοσοκομειακά φάρμακα για σοβαρές χρόνιες παθήσεις έχει συσσωρεύσει προκλήσεις πολλών ετών. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Καθηγητή Αθανασάκη και των συνεργατών του, οι δημόσιες δαπάνες για φάρμακα στα νοσοκομεία κρατών μελών της Ε.Ε. αυξήθηκε κατά 50% στην περίοδο 2013-2019. Αντίθετα στην Ελλάδα καταγράφεται μία μείωση 21%, η οποία όμως δεν οφείλεται σε εξοικονομήσεις από τον εξορθολογισμό της ζήτησης, αλλά κυρίως σε οριζόντιες δημοσιονομικές περικοπές που αγνοούν τις πραγματικές ανάγκες υγείας του πληθυσμού και μετατοπίζουν το ολοένα μεγαλύτερο οικονομικό βάρος στις φαρμακευτικές εταιρείες.

Πώς όμως μπορούν να τεκμηριωθούν αυτές οι ανάγκες υγείας, δεδομένου ότι τα νοσοκομεία δεν διαθέτουν ακόμη την υποδομή συλλογής και αξιοποίησης τέτοιων δεδομένων σε κεντρικό επίπεδο;

Ακριβώς αυτή θα πρέπει να είναι η προτεραιότητα της πολιτείας για τον εκσυγχρονισμό του υγειονομικού μας συστήματος και ειδικότερα της δευτεροβάθμιας φροντίδας. Πρόκειται για τη συλλογή και αξιοποίηση δεδομένων υγείας, η οποία μπορεί να μην είναι απτή όπως ένα νέο νοσοκομείο ή ένα νέο διαγνωστικό μηχάνημα, είναι όμως εξίσου σημαντική ως προς την οργάνωση και την αποτελεσματικότητα των μονάδων υγείας.

Με τον τρόπο που είναι δομημένο σήμερα το νοσοκομειακό περιβάλλον δεν μπορούμε να έχουμε τεκμηριωμένες απαντήσεις για τα πιο κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με το φάρμακο. Ποια είναι η ετήσια κατανάλωση, πώς κατανέμεται ανάμεσα στις θεραπευτικές κατηγορίες και τις δραστικές ουσίες, ποιες είναι οι εκβάσεις των θεραπειών και συνεπώς η προστιθέμενη αξία τους στην υγεία του πληθυσμού και στο σύστημα, τι εξοικονομήσεις επιτυγχάνουν, και κυρίως ποια είναι τα χαρακτηριστικά των πραγματικών αναγκών υγείας του πληθυσμού.

Ακριβώς για αυτό το λόγο, η πολιτεία οφείλει να επισπεύσει την ψηφιοποίηση των νοσοκομείων και να αξιοποιήσει εργαλεία όπως η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, η διασύνδεση μεταξύ των μονάδων αλλά και με το φάκελο του ασθενούς, η θέσπιση αυστηρών θεραπευτικών πρωτοκόλλων και ασφαλώς η εφαρμογή της μεταρρύθμισης της ΕΚΑΠΥ χωρίς άλλη αναβολή. Τα μέτρα αυτά απαιτούν ελάχιστη οικονομική επένδυση από το κράτος, έχουν σύντομο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης και θα αποδώσουν καρπούς άμεσα και για όλους, για το σύστημα υγείας, για τους προμηθευτές των νοσοκομείων όπως οι φαρμακευτικές εταιρείες, αλλά κυρίως για τους ίδιους τους ασθενείς. Έτσι διασφαλίζεται στην πράξη ο έλεγχος της συνταγογράφησης, αξιολογούνται αντικειμενικά οι διοικήσεις των νοσοκομείων για τις επιδόσεις τους, αλλά και μετράται με τεκμηριωμένο τρόπο η πραγματική αξία της φαρμακευτικής καινοτομίας βάσει εκβάσεων.

Η χρήση των πρωτογενών και δευτερογενών δεδομένων υγείας μπορεί να μειώσει τον χρόνο και το κόστος μιας νοσηλείας, την απουσία από την εργασία, να προλάβει την εκδήλωση άλλων ασθενειών και να συντελέσει σε περισσότερα και καλύτερα χρόνια ζωής. Όσο οραματικά και αν ακούγονται αυτά τα οφέλη, είναι απόλυτα πρακτικά αρκεί να υπάρξει η αναγκαία πολιτική βούληση, με τη συνεργασία ασφαλώς όλων των εμπλεκόμενων εταίρων.

Αρκούν όμως τα μέτρα αυτά για να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του προϋπολογισμού φαρμάκου των νοσοκομείων;

Μία σαφή απάντηση στο ερώτημα σας δίνει το ίδιο το ύψος της υπέρβασης του νοσοκομειακού προϋπολογισμού φαρμάκου, η αυξανόμενη τάση της, αλλά και το γεγονός ότι το όριο δαπάνης που θεσπίστηκε το 2015 ήταν ήδη κάτω από τις τότε πραγματικές ανάγκες για φάρμακα των νοσοκομείων. Συνεπώς, νομίζω πως είναι πλέον κοινή παραδοχή πως το νοσοκομειακό φάρμακο χρειάζεται νέους πόρους και η συζήτηση αυτή πρέπει να ανοίξει άμεσα από το Υπουργείο Υγείας, στο οποίο έχουμε ασφαλώς υποβάλει τις προτάσεις μας. Όμως τα ψηφιακά εργαλεία θα απαντήσουν τεκμηριωμένα στο ερώτημα πόσοι επιπλέον πόροι απαιτούνται και τι αξία παρέχουν στον ασθενή και στο σύστημα. Για το λόγο αυτό υποστηρίζουμε ότι η δημοσιονομική ενίσχυση και τα διαθρωτικά μέτρα οφείλουν να προχωρήσουν «χέρι-χέρι» για να επιτύχουμε μία βιώσιμη χρηματοδότηση του νοσοκομειακού φαρμάκου. Κανένας από τους δύο αυτούς πυλώνες δεν είναι από μόνος του αρκετός.

Ποιες είναι οι προτάσεις που έχει υποβάλει η Bristol Myers Squibb ως προς το νοσοκομειακό φάρμακο;

Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, έχουμε προτείνει τουλάχιστον την αναθεώρηση της κατανομής των πόρων που προβλέπονται στο Ταμείο Ανάκαμψης με στόχο να ισοσκελιστεί η υπέρβαση στα τρίτα κανάλια διάθεσης. Το μέτρο αυτό θα δώσει μία πρώτη δημοσιονομική ανάσα μέχρι οι διαρθρωτικές παρεμβάσεις όπως της ΕΚΑΠΥ να αρχίσουν να παράγουν αποτελέσματα και να σχεδιαστούν οι πολιτικές που θα εφαρμοστούν με την αναμενόμενη κατάργηση του μέτρου των αυτόματων επιστροφών (clawback) το 2025 και την ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης το 2026.

Σε αυτή την κατεύθυνση, η Bristol Myers Squibb έχει ήδη εισάγει στο δημόσιο διάλογο μέσω μίας μελέτης του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας, την πρόταση για την αξιοποίηση των λεγόμενων «φόρων αμαρτίας» για τη χρηματοδότηση του συστήματος αλλά και του φαρμάκου ειδικότερα μέσα από τη θέσπιση ενός Εθνικού Ταμείου Καρκίνου που θα διαχειρίζεται περίπου 440 εκατ. ευρώ από τη διαφορική φορολογία σε προϊόντα με τεκμηριωμένη επιβάρυνση στην επίπτωση της νόσου. Πρόκειται για μία βέλτιστη πρακτική του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας με καταγεγραμμένες θετικές εκβάσεις σε σειρά ευρωπαϊκών κρατών που αναζητούν νέους τρόπους χρηματοδότησης των αυξανόμενων και πιο πολύπλοκων αναγκών υγείας.

Παράλληλα, έχουμε αναλάβει πρωτοβουλία και στο πεδίο της πρόσβασης των ασθενών σε εξετάσεις βιοδεικτών που αποτελούν προϋπόθεση για εξατομικευμένη προσέγγιση στη θεραπεία του ασθενούς και την πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπείες, όπως για παράδειγμα η ανοσο-ογκολογία. Στο πλαίσιο μελέτης, το Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας ανέπτυξε μία προτεινόμενη διαδικασία αξιολόγησης και αποζημίωσης βιοδεικτών, προκειμένου οι ασθενείς να κάνουν πλέον τις εξετάσεις αυτές χωρίς οικονομική επιβάρυνση. Η πρόταση έχει συνυπογραφεί από το σύνολο των εμπλεκόμενων εταίρων όπως ο ΕΟΠΥΥ, η Επιτροπή HTA, εκπρόσωποι της επιστημονικής κοινότητας και των ασθενών και βρίσκεται πλέον στη διάθεσή του νέου Υπουργού Υγείας με την ελπίδα να νομοθετηθεί και κλείσει οριστικά αυτό το κενό στην ογκολογική φροντίδα.

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ