- Γράφει ο Δημήτρης Παπαντωνίου
Οι πρώτες επισκέψεις στο χειρουργείο είναι οι δύσκολες. Μετά συνηθίζεις, λες, το αίμα. Εξοικειώνεσαι με τον πόνο. Δημοσιογράφος στον χώρο της υγείας, κάποια στιγμή μαθαίνεις να κρατάς αποστάσεις. Ώσπου μόλις μια εικόνα, μια αθώα, αναίμακτη εικόνα, έρχεται να σε ξυπνήσει απότομα απ’ το λήθαργο, να σε συνταράξει συθέμελα.
Το πρόγραμμα της ημέρας είχε μια απ’ τα ίδια. Τηλέφωνα απ’ το πρωί στο σπίτι, ραντεβού με το συνεργείο για τη συνέντευξη, γκρίνια για το πάρκινγκ έξω απ΄ το νοσοκομείο, γκρίνια κι απ’ το γραφείο και ο χρόνος λιγοστός, όπως πάντα. Στα επείγοντα, το αδιαχώρητο.
Διαδρομή σλάλομ με κάμερα, τριπόδι και ηχοληπτικά, ανάμεσα από φορεία, ασθενείς και συνοδούς κι εγώ ο… υγιής και περαστικός δημοσιογράφος, με την εντύπωση πως ό,τι κινείται στο οπτικό μου πεδίο, δεν είναι τίποτε άλλο από αμοντάριστα πλάνα. Έτσι άλλωστε εκπαιδεύτηκα και επέτρεψα στον εαυτό μου να τα βλέπει. Τηλεοπτικά. Ακόμα και η βαριά μυρωδιά του νοσοκομείου δεν με αγγίζει.
Ανεβαίνουμε στο γραφείο του Διευθυντή της Χειρουργικής. Το ραντεβού μαζί του είναι στις 12, αλλά ένα επείγον περιστατικό στην κλινική, τον έχει καθυστερήσει. Η προϊσταμένη, μας οδηγεί στο γραφείο του για να προετοιμαστούμε. Κάθομαι στον δερμάτινο καναπέ και ξεσκονίζω τις σημειώσεις μου πριν από τη συνέντευξη που θα μου δώσει για μια πρωτοποριακή μέθοδο. Όμως, ούτε αυτή η καινοτομία, που θα βοηθήσει να σωθούν περισσότερες ανθρώπινες ζωές, είναι ικανή να με ενθουσιάσει. Τα πάντα απλώς δείχνουν να διεκπεραιώνονται, να επαναλαμβάνονται.
Περιεργάζομαι τη βιβλιοθήκη, τη μικροσκοπική προτομή του Ιπποκράτη πάνω στο γραφείο, σκέφτομαι πόσοι άνθρωποι, σαν αυτοκίνητα, περνούν απ’ το “σέρβις” κάθε νοσοκομείου. Πόσοι νικούν, πόσοι χάνουν. Σηκώνομαι να κοιτάξω λίγο έξω απ’ το παράθυρο και συνειδητοποιώ ότι έχω μέρες, μπορεί και βδομάδες, να στρέψω το βλέμμα μου στον ουρανό. Επιτέλους μπήκε η άνοιξη, σκέφτηκα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
Η πραγματικότητα της…
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, βλέπω με την άκρη του ματιού μου, μια γυναίκα να ακουμπά απαλά το κεφάλι της στον ώμο ενός άνδρα, κρατώντας τον απ’ το χέρι. “Λοκάρω”, όπως λέμε στη γλώσσα μας και παρατηρώ. Φορά το καλό, γαλάζιο νυχτικό της, λευκές αθλητικές κάλτσες μέχρι τον αστράγαλο και χειμωνιάτικα παντοφλάκια. Αδύνατη, με κοντό μαλλί γύρω στα 50. Όχι. Δεν είναι το στυλ της αυτό. Η πραγματικότητά της είναι…
Σε κλάσματα δευτερολέπτου, κι ενώ προσπαθώ αχόρταγα σαν φωτογραφική μηχανή να “φυλακίσω” τη στιγμή, στρέφει τα μάτια της προς τον ήλιο. Τον κοιτάζει και χαμογελά. Δεν μοιάζει άρρωστη. “Ρουφά” τον ήλιο με αγαλλίαση. Είναι ευτυχισμένη!
“Καλώς τους!” Ο διευθυντής έχει μόλις μπει στο γραφείο. Γνωριζόμαστε χρόνια και έχω άνεση μαζί του. “Ελάτε γρήγορα να δείτε” του λέω.
“Α, δική μας είναι. Λιάζεται, ε; Απίστευτη γυναίκα. Το πολεμά ακόμα.”
Ως κι ο ίδιος παρασύρθηκε και άρχισε να μου περιγράφει τον αγώνα της. Βρισκόταν στο τελικό στάδιο καρκίνου. Αμέτρητες επεμβάσεις είχαν παραμορφώσει το σώμα της. Το νοσοκομείο είχε γίνει πια σπίτι της. Αυτό όμως δεν την εμπόδιζε, όπως μου μετέφερε ο γιατρός, να διαβάζει ήρεμη στον θάλαμό της τα αγαπημένα της βιβλία ενώ έδειχνε να έχει συμφιλιωθεί απόλυτα με την εικόνα της, τον ρινογαστρικό καθετήρα, τους δυο ουροσυλλέκτες για την κάθε νεφροστομία και το στατό του ορού που την ακολουθούσε παντού.
Αυτή η γυναίκα, όπως και χιλιάδες άλλοι, δεν το είχε βάλει κάτω.
Εκεί, λοιπόν, κι εγώ δεν κατάφερα να κρατήσω αποστάσεις ασφαλείας. Αφέθηκα. Λίγα δευτερόλεπτα από τη ζωή μιας άγνωστης γυναίκας, άγγιξαν την ψυχή μου, με ζέσταναν, με γέμισαν δύναμη. Μία μόνο στιγμή από τη ζωή μιας αγωνίστριας που με θάρρος, κοίταζε, χαμογελώντας, τον ήλιο και τη ζωή κατάματα.
(Αφιερωμένο σε όσους έμαθαν να εκτιμούν την κάθε ώρα και μέρα της ζωής τους)
O Δημήτρης Παπαντωνίου είναι δημοσιογράφος Ιατρικού Ρεπορτάζ