Σοβαρές ή ακόμα και απειλητικές για τη ζωή μπορεί να είναι οι επιπτώσεις του τσιμπήματος της μέδουσας σε ορισμένους ανθρώπους, αφού μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε καρδιακά ή αναπνευστικά προβλήματα, αλλά και σε αναφυλακτικό σοκ. Αν και τις περισσότερες φορές τα συμπτώματα είναι πιο ήπια και περιορίζονται σε πόνο, τσούξιμο και αίσθηση καύσου, ορισμένα είδη μεδουσών δύνανται να επηρεάσουν διάφορα συστήματα του οργανισμού και να προκαλέσουν προβλήματα που χρήζουν άμεσης ιατρικής αντιμετώπισης. Η σοβαρότητα της αντίδρασης του οργανισμού εξαρτάται από διάφορους παράγοντες και συγκεκριμένα από τον τύπο και το μέγεθος των μεδουσών, την ηλικία, το μέγεθος και την υγεία του θύματος, την ευαισθησία του και το χρόνο έκθεσης στο τσίμπημα.
Στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία και πλέον υπάρχει αύξηση του πληθυσμού των μεδουσών, η παρουσία των οποίων στις ακτές του Κορινθιακού, του Ευβοϊκού και του Πατραϊκού κυρίως Κόλπου υποχρεώνει του κολυμβητές και λάτρεις των θαλασσίων σπορ να απέχουν απ’ αυτές τις δραστηριότητες. Το πρόβλημα είναι τόσο μεγάλο που η πολιτεία, προσπαθώντας να προστατεύσει τους λουόμενους, ενέκρινε κονδύλι από το Ταμείο Δημοσίων Επενδύσεων για να εγκατασταθούν δίχτυα απώθησης, ενώ το Παρατηρητήριο Βιοποικιλότητας επιχειρεί την καταγραφή των μεδουσών με διαδραστικό τρόπο ώστε οι ενδιαφερόμενοι να έχουν άμεση πληροφόρηση.
Όπως μας εξηγεί ο ενδοκρινολόγος κ. Παναγιώτης Ντάβος, «oι μέδουσες έχουν πολύπλοκους μηχανισμούς τσιμπήματος. Ένα πλοκάμι τους έχει πολυάριθμες συστάδες δηκτικών κυττάρων, κάθε μια από τις οποίες αποτελείται από εκατοντάδες δηκτικά κύτταρα. Κάθε δηκτικό κύτταρο περιέχει μία πυκνή κάψουλα εντός της οποίας είναι μια πολύ διπλωμένη βελόνα. Όταν η μέδουσα τσιμπάει, η βελόνα απελευθερώνεται, διοχετεύοντας δηλητήριο στο θύμα. Πάνω από 2000 βελόνες καλύπτουν ένα τετραγωνικό χιλιοστό (πάνω από ένα εκατομμύριο ανά τετραγωνική ίντσα) ανθρωπίνου δέρματος κατά την διάρκεια επαφής με ένα πλοκάμι. Κατά την επαφή, ενεργοποιούνται τα δηκτικά κύτταρα και μια υδροστατική, ρευστή, πίεση 200 ατμοσφαιρών αναπτύσσεται εντός της κάψουλας ακριβώς πριν από την πράξη του τσιμπήματος. Η κάψουλα λόγω αυτής της πίεσης αναγκάζεται ν’ απελευθερώσει το κεντρί με ταχύτητα που φθάνει μέχρι και 5.000.000 G.»
Όλα τα είδη των μεδουσών μπορεί να έχουν τον ίδιο μηχανισμό τσιμπήματος, αλλά οι επιπτώσεις του στον άνθρωπο δεν είναι οι ίδιες και ούτε χρήζουν της ίδιας αντιμετώπισης. Για παράδειγμα, οι Chiropsalmus quadrumanus προκαλούν έντονο πόνο, ερυθρότητα και οίδημα στο σημείο της επαφής. Αυτή η μέδουσα θεωρείται επικίνδυνη για τον άνθρωπο ή ακόμα και απειλητική για τη ζωή των παιδιών. Οι μέδουσες Chrysaora hysoscella, που εμφανίζονται στους Ευβοϊκό και Σαρωνικό Κόλπο, είναι ένα πολύ συνηθισμένο είδος που ζει στα παράκτια ύδατα της Μεσογείου, της Τουρκίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας, αλλά και του Ατλαντικού. Έχει διάμετρο έως 30 εκ. και χρώμα κιτρινωπό με 16 καφέ πλοκάμια. Το τσίμπημά της είναι οδυνηρό και για την αντιμετώπισή του δεν πρέπει να εφαρμόζεται γλυκό νερό, οινόπνευμα, ξύδι (το οποίο δεν είναι πανάκεια και δεν εφαρμόζεται στα τσιμπήματα όλων των ειδών μέδουσας). Αντιθέτως, το πλύσιμο με το θαλασσινό νερό, η εφαρμογή ενός μείγματος 50-50% μαγειρικής σόδας και θαλασσινού νερού, η απομάκρυνση με μια πλαστική κάρτα των εναπομεινάντων πλοκαμιών, η εφαρμογή παγωμένων επιθεμάτων αποτελούν τις πρώτες βοήθειες σε περίπτωση τσιμπήματος από το συγκεκριμένο είδος.
Στον Κορινθιακό Κόλπο
Οι επικίνδυνες Pelagia noctiluca που έχουν εντοπιστεί στον Κορινθιακό Κόλπο είναι χρώματος μοβ, πορφυρό ή κοκκινωπό και η μέση διάμετρός είναι περίπου 6 εκ. Σε περίπτωση επαφής με αυτό το είδος μέδουσας η αντιμετώπιση είναι η ίδια με αυτήν για τις μέδουσες Chrysaora hysoscella.
Για τα είδη όμως Caryhdea marsupiatis και Olindias phosphorka επιβάλλεται η χρήση ξυδιού, μόνο που το πρώτο από τα δύο αυτά είδη θέλει εφαρμογή ζεστών και όχι κρύων επιθεμάτων.
Οι επιστήμονες, αποκωδικοποιώντας τον μηχανισμό τσιμπήματος των μεδουσών, επιδίωξαν την ανάπτυξη αναστολέων για την αποτροπή των τσιμπημάτων των μεδουσών.
Ο Dr Amit Lotan του Εβραϊκού Πανεπιστημίου κατάφερε να απομονώσει την ουσία που προστατεύει το ψάρι Αμφιτρύωνας -γνωστό ως κλοουνόψαρο – clownfish, (που οι περισσότεροι γνωρίζουν από την ταινία κινουμένων σχεδίων «Ψάχνοντας τον Νέμο»)- από τα τσιμπήματα των μεδουσών και των θαλάσσιων ανεμώνων μέσα στις οποίες ζει. Κατόπιν δημιούργησε μια φόρμουλα και την τοποθέτησε σε ειδικό αντηλιακό. Το τελικό προϊόν έχει διπλή ιδιότητα: και την προστασία από την ακτινοβολία του ήλιου και από τα τσιμπήματα των μεδουσών.
Το αντηλιακό αυτό, το οποίο διατίθεται αποκλειστικά από τα φαρμακεία, περιέχει μοναδικά και κατοχυρωμένα με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, συστατικά που προστατεύουν από τα τσιμπήματα της τσούχτρας με πολλαπλούς τρόπους. Ειδικότερα, η ολισθηρή υφή του καθιστά δύσκολο για τα δηκτικά κύτταρα των πλοκαμιών να βρουν κατάλληλο πεδίο για να τσιμπήσουν. Επιπλέον, τα χημικά (πώματα) του μπλοκάρουν τις θέσεις όπου ενεργοποιείται η διαδικασία τσιμπήματος ενώ άλλοι αναστολείς (πώματα) εμποδίζουν τη χημική οδό. Τέλος, τα χημικά πώματα μειώνουν την πίεση στα δηκτικά κύτταρα, αποτρέποντας τη μέδουσα από την πυροδότηση του συστήματος τσιμπήματος.
Όπως κάθε αντηλιακό, παρέχει προστασία από τις υπεριώδεις ακτίνες UVB / UVA, μέσω των φυσικών, χημικών και βιολογικών φίλτρων που περιέχει, τα οποία μειώνουν τις επιδράσεις της ηλιακής ακτινοβολίας στο δέρμα. Είναι δε πολύ ανθεκτικό στο νερό, δεδομένου ότι οι κλινικές δοκιμές έχουν αποδείξει ότι το 97% της προστασίας που προσφέρει παραμένει στο δέρμα ακόμα και μετά από 80 λεπτά έκθεσης στο νερό, σε αντίθεση με την πλειονότητα των υπολοίπων γνωστών αντηλιακών που χάνουν το 50% της δραστικότητάς τους στο μισό χρόνο, δηλαδή στα 40 λεπτά παραμονής στο νερό.