- Γράφει ο Κοσμάς Ζακυνθινός
Στο δεύτερο εξάμηνο του 2020 αναμένεται η φαρμακευτική επιχείρηση AstraZeneca να υποβάλλει αίτηση έγκρισης της δραστικής anifrolumab ως θεραπεία στον Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο (ΣΕΛ – Λύκος).
Τα θετικά αποτελέσματα για την AstraZeneca στηρίζονται στην κλινική μελέτη που φέρει την ονομασία TULIP 2 και περιλάμβανε 373 ασθενείς. Στην μελέτη, οι ασθενείς λάμβαναν 300 mg anifrolumab ή εικονικό φάρμακο κάθε τέσσερις εβδομάδες, συν το πρότυπο περίθαλψης για τη νόσο.
Μετά από 52 εβδομάδες, η μελέτη της AstraZeneca διαπίστωσε ότι οι ασθενείς που έλαβαν anifrolumab παρουσίασαν μεγαλύτερη μείωση δραστηριότητας της νόσου, όπως υπολογίστηκε από το βρετανικό Lupus Assessment Group (BICLA).
Δεύτερη δοκιμή Φάσης 3 – Θεραπεία
Η TULIP 2 ήταν η δεύτερη δοκιμή Φάσης ΙΙΙ που σχεδιάστηκε για να αξιολογήσει την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του anifrolumab. Ως θεραπεία για ενήλικες με μέτρια έως σοβαρή ΣΕΛ.
Τα νεότερα αποτελέσματα της μελέτης αναστρέφουν τις εκτιμήσεις για τη δραστική anifrolumab. Πριν από ένα χρόνο, η AstraZeneca ανέφερε ότι στην πρώτη δοκιμή Φάσης 3, όπου συμμετείχαν 460 ασθενείς, δεν επετεύχθη μείωση της δραστηριότητας της νόσου περισσότερο από το εικονικό φάρμακο. Σύμφωνα με τους αναλυτές, η μη επίτευξη στόχου της συγκεκριμένης Φάσης 3, έμοιαζε με την αρχή του τέλους για το anifrolumab.
Το anifrolumab είναι ένα ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα που δεσμεύεται στην υπομονάδα 1 του υποδοχέα ιντερφερόνης τύπου Ι. Εμποδίσει τη δραστικότητα όλων των ιντερφερονών τύπου Ι συμπεριλαμβανομένης της ΙΡΝ-άλφα, ΙΡΝ-βήτα και ΙΡΝ-ωμέγα. Οι ιντερφερόνες τύπου Ι είναι κυτοκίνες και εμπλέκονται στις φλεγμονώδεις διαδικασίες. Μεταξύ 60% και 80% των ενηλίκων με Λύκο (ΣΕΛ) έχουν αυξημένο γονιδιακό αποτύπωμα ιντερφερόνης τύπου Ι. Η ιντερφερόνη τύπου Ι έχει αποδειχθεί ότι συσχετίζεται με την ασθένεια.
Τι είναι ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος;
Ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος είναι μια χρόνια φλεγμονώδης αυτοάνοση πάθηση. Χαρακτηρίζεται από ένα ευρύτατο φάσμα κλινικών εκδηλώσεων και από την παρουσία στο αίμα μιας πληθώρας αυτοαντισωμάτων.
Τα αυτοαντισώματα αυτά στρέφονται κατά συστατικών του ίδιου του οργανισμού που βρίσκονται μέσα ή έξω από τα κύτταρα. Ή πάνω στις κυτταρικές μεμβράνες και ευθύνονται για την πρόκληση των ποικίλων κλινικοεργαστηριακών εκδηλώσεων της νόσου.
Η νόσος προσβάλλει όλες τις ηλικίες. Αλλά είναι συχνότερη στις γυναίκες ηλικίας 20-40 ετών. Η αναλογία γυναικών προς άνδρες είναι περίπου 9:1, ενώ η αναλογία αυτή στα παιδιά και στους ηλικιωμένους είναι 3:1. Με βάση τα ευρήματα της πρώτης πανελλήνιας επιδημιολογικής έρευνας για τις ρευματικές παθήσεις, που πραγματοποιήθηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Ρευματολογίας στο γενικό πληθυσμό της χώρας μας, ο επιπολασμός της νόσου, δηλ. η συχνότητά της, ανέρχεται στο 0,5‰ των ενηλίκων.
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα