Mία 63χρονη Ελληνίδα, δέκα μέρες μετά τον αρχικό εμβολιασμό της κατά της COVID-19, εμφάνισε θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια, ως επιπλοκή του εμβολίου.
Πρόκειται για μία σπάνια αντίδραση στο εμβόλιο και ευτυχώς η κατάσταση αντιμετωπίστηκε χειρουργικά με επιτυχία.
Η περίπτωση της 63χρονης περιλαμβάνεται σε δημοσίευση στο περιοδικό Vaccines που έκαναν οι Έλληνες ερευνητές: Αν. Αρμένη, Γ. Μαρκαντέ, Αλ. Σταθοπούλου, Κ. Σαλτίκη, Π. Ζαμπάκη, Σ. Ασημακόπουλο και Μ. Μιχαλάκη από τα Πανεπιστήμια Αθήνας και Πάτρας.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα εμβόλια σχετίζονται με μικρές τοπικές ή συστηματικές ανεπιθύμητες ενέργειες, ενώ οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι σπάνιες. Διαταραχές που σχετίζονται με τον θυρεοειδή έχουν αναφερθεί μετά τον εμβολιασμό και η νόσος του Graves είναι η δεύτερη πιο συχνή ανάμεσά τους.
Η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια, μία εξωθυρεοειδική εκδήλωση της νόσου Graves, παρατηρείται σπάνια μετά τον εμβολιασμό. Όλα τα κρούσματα έχουν εμβολιαστεί με mRNA, ενώ έχουν αναφερθεί και δύο κρούσματα με εμβόλιο με ιικό φορέα.
Η 63χρονη ασθενής, παρουσίασε νέο υπερθυρεοειδισμό και μέτρια έως σοβαρή και ενεργή θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια, δέκα μέρες μετά τον εμβολιασμό της κατά της COVID-19.
Εμφάνισε αυθόρμητο τροχιακό πόνο, ερυθρότητα και πρήξιμο των βλεφάρων, ερύθημα του επιπεφυκότα και περιορισμό των οφθαλμικών κινήσεων του αριστερού της ματιού, οδηγώντας σε συνεχή διπλωπία.
Δεν ανέφερε συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού πριν ή μετά την έναρξη των οφθαλμικών συμπτωμάτων της. Ωστόσο, κατά την εξέταση, είχε τρόμο, ταχυκαρδία και ήπια βρογχοκήλη. Δεν είχε γνωστό ιστορικό της νόσου του Graves, άλλων χρόνιων ασθενειών ή πρόσφατης λοίμωξης και το ιατρικό της ιστορικό ήταν κατά τα άλλα αδιάφορο.
Είχε λάβει εμβόλια κατά της διφθερίτιδας/τετάνου/κοκκύτη, ιλαράς/παρωτίτιδας/ερυθράς και πολιομυελίτιδας στην παιδική της ηλικία, χωρίς καμία ανεπιθύμητη ενέργεια. Ήταν βαριά καπνίστρια.
Παραπέμφθηκε στο νοσοκομείο από ιδιώτη ενδοκρινολόγο, λόγω μη ανταπόκρισης στη θεραπεία.
Σε πρώτη φάση, υποβλήθηκε σε θεραπεία με ενδοφλέβια γλυκοκορτικοειδή και στη συνέχεια με ενδοφλέβια ριτουξιμάμπη. Η νόσος κατέστη ανενεργή, αλλά η συνεχής διπλωπία παρέμεινε και παραπέμφθηκε για χειρουργική αποκατάσταση.
Τα συμπτώματα της νόσου περιλαμβάνουν πρόπτωση, ανάσπαση βλεφάρων, ερεθισμός και ερυθρότητα των ματιών, δακρύρροια, πρησμένα βλέφαρα, διπλή όραση (διπλωπία), θολή όραση, απώλεια όρασης και ξηροφθαλμία.
Η χειρουργική αντιμετώπιση περιλαμβάνει αποσυμφόρηση του κόγχου, προκειμένου να αυξηθεί ο διαθέσιμος χώρος για το μάτι και τους μυς που το κινούν.