Το ΕΣΥ υπήρξε η μεγαλύτερη καινοτομία στη νεότερη ιστορία της περίθαλψης στη χώρα μας και αγκαλιάστηκε από όλους τους Ελληνες, όπως αναφέρει η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα, σε άρθρο της στην Καθημερινή, τονίζοντας πως “Ομως έχουν περάσει 40 χρόνια από τότε που ιδρύθηκε το ΕΣΥ. Και μέσα σ’ αυτά τα χρόνια έχουν αλλάξει πάρα πολλά: η επικοινωνία, οι αποστάσεις, το περιβάλλον, ο τρόπος ζωής, ο πληθυσμός, η τεχνολογία, η έρευνα και τα φάρμακα. Και φυσικά άλλαξαν οι ανάγκες, οι επιθυμίες και οι απαιτήσεις των ανθρώπων, των ασθενών και των επαγγελματιών υγείας”.
Αναλυτικά, όπως αναφέρει η κ. Γκάγκα στο άρθρο της:
Τα σχεδόν δέκα χρόνια κρίσης δεν επέτρεψαν αλλαγές και αποδυνάμωσαν το δημόσιο σύστημα υγείας. Με την πανδημία φάνηκε η αξία του ΕΣΥ, η δύναμη των ανθρώπων του, αλλά και η ανάγκη για εκσυγχρονισμό και αλλαγές. Η ώρα λοιπόν για τις αλλαγές είναι τώρα.
Ουσιαστικά έχουμε μπροστά μας δύο σημαντικές προκλήσεις: πρώτον, την αντιμετώπιση της «αιμορραγίας» που παρατηρείται στο ΕΣΥ από τη φυγή Ελλήνων ιατρών και υγειονομικών όλων των ειδικοτήτων στο εξωτερικό και, δεύτερον, την αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας με τρόπο που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στις προσδοκίες των πολιτών και των υγειονομικών, σήμερα και στο μέλλον. Ενα σύστημα που εξελίσσεται και είναι βιώσιμο.
Η Ελλάδα σπουδάζει δωρεάν –μέσα από τους φόρους που πληρώνουν οι Ελληνες φορολογούμενοι– και «παράγει» περισσότερους από χίλιους εξαιρετικούς γιατρούς τον χρόνο. Δυστυχώς όμως χάνει τους περισσότερους. Γιατί φεύγουν οι γιατροί μας; Τα τελευταία δέκα χρόνια προκηρύχθηκαν ελάχιστες θέσεις, δημιουργώντας ανασφάλεια. Κυρίως όμως φεύγουν γιατί οι σχέσεις εργασίας είναι ανελαστικές, δεν υπάρχουν επιστημονικά/ερευνητικά κίνητρα και δεν εξελίσσεται ούτε ανταμείβεται καλύτερα αυτός που προσπαθεί περισσότερο και εξυπηρετεί περισσότερους ασθενείς. Ενώ λοιπόν κάποιος αποδίδει περισσότερο, μένει καθηλωμένος σε ένα σύστημα όπου όλοι εξελίσσονται σε διευθυντές και όλοι αμείβονται το ίδιο.
Πρέπει λοιπόν να δοθούν κίνητρα στους γιατρούς του ΕΣΥ, οι επαγγελματικές τους σχέσεις να γίνουν λιγότερο ανελαστικές και να συνδεθούν η αξιολόγηση και η ανταμοιβή με το έργο που προσφέρουν. Ετσι, οι καλοί ειδικοί θα μείνουν στο σύστημα και θα διδάσκουν τους νεότερους, ενώ και οι νέοι θα έχουν επίσης προοπτικές και κίνητρα να μείνουν.
Ας δούμε τώρα την αναβάθμιση των υπηρεσιών:
Στην Ελλάδα έχουμε άτακτη κατανομή σε εκατοντάδες περιφερειακά ιατρεία, κέντρα υγείας και νοσοκομεία. Πολλά ιδρύθηκαν άλλες εποχές, όταν η πρόσβαση ήταν πολύ πιο δύσκολη και εν γένει οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Επίσης, η οργάνωση δεν έγινε με βάση τις ανάγκες και τις δυνατότητες κάθε περιοχής και της χώρας συνολικά, ούτε με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα (με τα οποία καθορίζεται ο αριθμός των περιστατικών που πρέπει να αντιμετωπίζει κάθε γιατρός τον χρόνο για να κρατάει τις δεξιότητές του και ελέγχονται επίσης η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των δομών υγείας).
Εκτεταμένες μελέτες έχουν δείξει ότι γιατροί και νοσοκομεία προσφέρουν καλές υπηρεσίες όταν αντιμετωπίζουν αρκετά περιστατικά, έχουν μεγάλη εμπειρία και συνεχίζουν να την καλλιεργούν, π.χ. είναι ασφαλέστερο, αν σπάσει κανείς το πόδι του, να λάβει πρώτες βοήθειες κοντά στο σημείο του ατυχήματος και να μεταφερθεί σε μια ορθοπαιδική κλινική με πολλά περιστατικά έστω και 100 χλμ. μακριά, παρά να αντιμετωπισθεί από μια ορθοπαιδική κλινική κοντά του, η οποία όμως περιθάλπει λίγους ασθενείς κάθε χρόνο. Αυτό το καταλαβαίνουν όλοι οι ασθενείς, γι’ αυτό και επιθυμούν να πάνε σε καλό και έμπειρο γιατρό.
Χρειαζόμαστε λοιπόν όλοι αξιόπιστες υπηρεσίες υγείας που αντιμετωπίζουν γρήγορα και αποτελεσματικά τα προβλήματα. Στόχος μας είναι να αντιμετωπίζονται όλα τα επείγοντα (π.χ. τραύμα, έμφραγμα) αλλά και τα χρόνια προβλήματα (π.χ. χημειοθεραπεία, αιμοκάθαρση) όσο γίνεται πιο κοντά στον τόπο κατοικίας κάθε πολίτη, με άρτια και προτυποποιημένη διασύνδεση μεταξύ βασικών και εξειδικευμένων υπηρεσιών.
Για να γίνει αυτό, δίνουμε έμφαση στη μεταπτυχιακή εκπαίδευση των νέων γιατρών και των νοσηλευτών, στη γενική ιατρική και στον προσωπικό ιατρό, στη φροντίδα των χρόνιων παθήσεων και στην αντιμετώπιση του επείγοντος περιστατικού, έτσι ώστε παντού να υπάρχουν άριστες πρώτες βοήθειες, για να σταθεροποιηθεί ένας τραυματίας ή ένας εμφραγματίας και να νοσηλευθεί ή να μεταφερθεί με ασφάλεια. Και παράλληλα θέτουμε την τεχνολογία στην υπηρεσία της Υγείας, εισάγοντας τον ψηφιακό φάκελο υγείας και την τηλεϊατρική, ώστε να υπάρχει διεπιστημονική συνεργασία για τη σωστή περίθαλψη κάθε ασθενούς. Ηδη υπάρχει η δυνατότητα τηλεϊατρικής σε όλα τα νησιά του Αιγαίου, για συμβουλευτική και παρακολούθηση από ειδικούς. Η τηλεϊατρική δεν συνδέει μόνο περιφερειακά ιατρεία με ειδικούς, αλλά και νοσοκομεία μεταξύ τους.
Πρέπει να δοθούν κίνητρα στους γιατρούς του ΕΣΥ, οι επαγγελματικές τους σχέσεις να γίνουν λιγότερο ανελαστικές και να συνδεθούν η αξιολόγηση και η ανταμοιβή με το έργο που προσφέρουν.
Δεν είναι λοιπόν ανάγκη όλες οι δομές να έχουν όλες τις ειδικότητες. Συχνά, όταν δηλαδή δεν υπάρχουν αρκετοί ασθενείς για να υπάρχει συνεχής εμπειρία, δεν είναι ασφαλές να έχουν όλες τις ειδικότητες. Είναι όμως απαραίτητο να υπάρχει η επιστημονική διασύνδεση με όλες τις ειδικότητες, σε όλες τις δομές. Αυτή η διασύνδεση δεν μπορεί φυσικά να στηρίζεται μόνο στην τηλεϊατρική. Οι ασθενείς χρειάζονται συχνά διαγνωστικές εξετάσεις, νοσηλεία και γενικά αντιμετώπιση σε νοσοκομεία και ειδικά κέντρα. Είναι λοιπόν απαραίτητο να γίνει ο χάρτης υγείας και να επικαιροποιηθούν: το ωράριο που θα εξυπηρετεί καλύτερα τους πολίτες σε ένα ιατρείο, το προσωπικό και οι κλινικές που χρειάζεται ένα νοσοκομείο, το πού είναι καλύτερα να υπάρχει ένα εξειδικευμένο κέντρο, π.χ. καρδιοχειρουργικό, και πώς θα παραπεμφθούν οι ασθενείς εκεί, προτυποποιημένα και εύκολα.
Θέλουμε επίσης τον εκσυγχρονισμό του τρόπου λειτουργίας των νοσοκομειακών δομών, ώστε να αποτελέσουν χώρους άσκησης του ιατρονοσηλευτικού έργου με τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Με σεβασμό στις ανάγκες των ασθενών και στις προσδοκίες των υγειονομικών. Με καλές συνθήκες εργασίας, ώστε οι υγειονομικοί να αισθάνονται ικανοποίηση και ασφάλεια στην εργασία τους και να μένουν στη χώρα τους.
Στο πλαίσιο αυτό, δουλεύοντας με τον Οργανισμό Διασφάλισης Ποιότητας στην Υγεία (ΟΔΙΠΥ), ελέγχουμε όλα τα στοιχεία για τα νοσήματα και τη χρήση των υπηρεσιών υγείας σε κάθε περιοχή, επισκεπτόμαστε κάθε νοσοκομείο και κέντρο υγείας, ακούμε τους πολίτες και το προσωπικό και προσαρμόζουμε τις υπηρεσίες, με στόχο την καλύτερη δυνατή φροντίδα και τη λιγότερη δυνατή ταλαιπωρία για τους πολίτες. Με χρηματοδοτικά εργαλεία τον κρατικό προϋπολογισμό, το Ταμείο Ανάκαμψης και τα ΕΣΠΑ, οργανώνουμε την αναβάθμιση των νοσοκομείων σε κάθε νομό καθώς και τριτοβάθμια κέντρα για τα περίπλοκα και σπάνια νοσήματα. Δημιουργούμε Κέντρα Εγκεφαλικών και προωθούμε τη δημιουργία Κέντρων Τραύματος και Κέντρων Σπανίων Παθήσεων.
Οι παρεμβάσεις αυτές αλλάζουν την εικόνα της περίθαλψης σε όλη τη χώρα, θέτοντας τις βάσεις για ένα ΕΣΥ πιο κοντά στον άνθρωπο, πιο ευέλικτο και πιο αποτελεσματικό. Παράλληλα, συνδέουμε την εκπαίδευση στις ιατρικές και νοσηλευτικές ειδικότητες με τις ανάγκες των πολιτών και του συστήματος σε γιατρούς και νοσηλευτές. Σήμερα χρειαζόμαστε πολλούς αναισθησιολόγους, χρειαζόμαστε επίσης παθολογοανατόμους, κυτταρολόγους, ακτινολόγους και πρέπει να ανοίξουν πολλές θέσεις για αυτές τις ειδικότητες. Η επιλογή ειδικότητας πρέπει να συνδέεται επίσης με τα προσόντα των νέων γιατρών και την αξιολόγησή τους, όπως γίνεται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, όπως γίνεται εδώ για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο.
Εστιάζουμε στην αποδοτικότερη λειτουργία των νοσοκομείων, κάνουμε πιο γρήγορα τις προσλήψεις και ανοίγουμε απογευματινά τακτικά χειρουργεία και επεμβατικές πράξεις. Ενισχύεται έτσι ο αριθμός των ασθενών που εξυπηρετούνται, επιταχύνονται τα χειρουργεία και μειώνονται οι λίστες αναμονής. Ταυτόχρονα, οι ασθενείς θα μπορούν, με μικρή επιβάρυνση, να ασκούν το δικαίωμα επιλογής του ιατρού που θα τους χειρουργήσει. Και όλα αυτά υλοποιούνται με απόλυτο σεβασμό στην απρόσκοπτη λειτουργία των πρωινών τακτικών χειρουργείων και στον δημόσιο χαρακτήρα των νοσοκομείων, με παρακολούθηση και μέτρα που δεν θα επιτρέψουν την ανάπτυξη ανισοτήτων μεταξύ των πολιτών.
Κάνουμε έτσι το ΕΣΥ ολιστικό, ανθρώπινο για τους ασθενείς και ελκυστικό για τους υγειονομικούς. Το κάνουμε προσβάσιμο σε όλους, για πρόληψη και φροντίδα, πιο ποιοτικό και αποτελεσματικό. Για όλους εκείνους που το χρειάζονται και για όλους εκείνους που το κρατούν όρθιο.
* Η κ. Μίνα Γκάγκα είναι πνευμονολόγος, MD, PhD, FERS, αναπληρώτρια υπουργός Υγείας.
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα