Τα νέα ερευνητικά δεδομένα που υποδεικνύουν επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης του όγκου της φλοιώδους φαιάς ουσίας (φλοιϊκή ατροφία) με την τεριφλουνομίδη η οποία σχετίζεται με καθυστερημένη μετάπτωση σε κλινικά επιβεβαιωμένη πολλαπλή σκλήρυνση (CDMS), ανακοίνωσε η Sanofi Genzyme, η παγκόσμια επιχειρησιακή μονάδα ειδικής φροντίδας της Sanofi.
Τα δεδομένα από τη μελέτη Φάσης ΙΙΙ TOPIC σε ασθενείς με κλινικά μεμονωμένο σύνδρομο (πρώτο κλινικό επεισόδιο συμβατό με ΣΚΠ), περιλαμβάνουν αποτελέσματα από ασθενείς που έλαβαν θεραπεία για δύο χρόνια στην κύρια μελέτη και για διάστημα έως τέσσερα χρόνια στη φάση επέκτασης της μελέτης.
Αυτά τα αποτελέσματα τα οποία παρουσιάστηκαν στο 7ο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής Επιτροπής για την Έρευνα και τη Θεραπεία της Πολλαπλής Σκλήρυνσης (ECTRIMS-ACTRIMS) προέρχονται από την post hoc ανάλυση της μελέτης TOPIC.
Δεδομένα δύο ετών της μελέτης TOPIC με την τεριφλουνομίδη
Συνολικά, η τεριφλουνομίδη μείωσε σημαντικά την απώλεια όγκου φλοιώδους φαιάς ουσίας (CGMV) σε διάστημα δύο ετών σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο (τεριφλουνομίδη 7 mg, p=0,0089∙ τεριφλουνομίδη 14 mg, p=0,0052). Σημειώθηκε σημαντική συσχέτιση μεταξύ της μείωσης του όγκου της φλοιώδους φαιάς ουσίας και της μετάπτωσης σε κλινικώς επιβεβαιωμένη (CDMS) πολλαπλή σκλήρυνση. Επιπλέον, η τεριφλουνομίδη μείωσε τον κίνδυνο μετάπτωσης σε κλινικά επιβεβαιωμένη πολλαπλή σκλήρυνση. Αυτή η μείωση ήταν σημαντική από το 12ο μήνα συνεχούς χορήγησης και διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της μελέτης και την επέκτασή της.
Η φλοιώδης φαιά ουσία είναι μέρος του κεντρικού νευρικού συστήματος και αποτελεί την εξωτερική επιφάνεια του ιστού των εγκεφαλικών ημισφαιρίων. Η φαιά ουσία θεωρείται ότι σχετίζεται με τη γνωσιακή λειτουργία. Οι παθολογικές μεταβολές της φαιάς ουσίας θεωρείται ότι συμβάλλουν σημαντικά στην επιδείνωση της πολλαπλής σκλήρυνσης και αποτελούν ισχυρούς δείκτες πρόγνωσης, πιθανής μελλοντικής αναπηρίας και μειωμένης γνωσιακής λειτουργίας.
• Σημειώθηκε σημαντική συσχέτιση μεταξύ της μείωσης του όγκου της φλοιώδους φαιάς ουσίας και της μετάπτωσης σε κλινικά επιβεβαιωμένη πολλαπλή σκλήρυνση σε όλα τα χρονικά σημεία που αξιολογήθηκαν (6ος, 12ος, 18ος, 24ος μήνας). Για κάθε μείωση του όγκου της φλοιώδους φαιάς ουσίας κατά 1%, το ποσοστό αύξησης του κινδύνου μετάπτωσης σε κλινικά επιβεβαιωμένη πολλαπλή σκλήρυνση ήταν 17,5% (p=0,0007)∙ 12,4% (p=0,0099)∙ 14,2% (p=0,0009)∙ και 14,5% (p=0,0005), αντίστοιχα.
• Παρατηρήθηκε σημαντική επίδραση της θεραπείας με τεριφλουνομίδη 14 mg μια φορά την ημέρα στον κίνδυνο μετάπτωσης σε κλινικά επιβεβαιωμένη πολλαπλή σκλήρυνση σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο στον 12ο, 18ο και 24ο μήνα. Η μείωση του κινδύνου τον 12ο, 18ο και 24ο μήνα ήταν 46,3% (p=0,0220), 42,1% (p=0,0260) και 46,6% (p=0,0085), αντίστοιχα. Η μείωση του κινδύνου τον 6ο μήνα ήταν 50,5% (p=0,0648).
• Παρατηρήθηκε σημαντική επίδραση της θεραπείας με τεριφλουνομίδη δόσης 7 mg στον κίνδυνο μετάπτωσης σε κλινικά επιβεβαιωμένη πολλαπλή σκλήρυνση σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο τον 12ο μήνα, με μείωση του κινδύνου κατά 48,1% (p=0,0213). Η μείωση του κινδύνου τον 12ο, 18ο και 24ο μήνα ήταν 36,4% (p=0,2196), 36,8% (p=0,0644) και 30,2% (p=0,1177), αντίστοιχα.
Δεδομένα τεσσάρων ετών της μελέτης TOPIC με την τεριφλουνομίδη
Για την αξιολόγηση της σχέσης απώλειας όγκου φαιάς ουσίας και μετατροπής σε κλινικά βέβαιη ΠΣ για διάστημα τεσσάρων ετών σε ασθενείς που συνεχίζουν να συμμετέχουν στη φάση επέκτασης της μελέτης TOPIC ο συνολικός πληθυσμός της μελέτης κατηγοριοποιήθηκε σε τρεις ομάδες ανεξάρτητα από την κατανομή του στα τρια θεραπευτικά σχήματα της μελέτης (τεριφλουνομίδη 7 mg ή 14 mg ή εικονικό φάρμακο), Η Ομάδα 1 (140 ασθενείς) παρουσίασε τη μικρότερη μείωση όγκου φαιάς ουσίας και η Ομάδα 3 (94 ασθενείς) παρουσίασε τη μεγαλύτερη μείωση όγκου φαιάς ουσίας. Η πλειοψηφία των ασθενών (251) παρουσίασε ενδιάμεσα επίπεδα μείωσης του όγκου της φαιάς ουσίας και τοποθετήθηκαν στην Ομάδα 2.
Στον 4ο χρόνο, οι ασθενείς της Ομάδας 1 είχαν 45,1% χαμηλότερο κίνδυνο μετατροπής σε κλινικά βέβαιη ΠΣ από εκείνους στην ομάδα 3, και οι ασθενείς στην Ομάδα 2 είχαν 34,5% χαμηλότερο κίνδυνο από εκείνους στην Ομάδα 3 (p=0,0361).
«Οι ασθενείς της μελέτης που παρουσίασαν μικρότερο ποσοστό εγκεφαλικής ατροφίας είχαν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν κλινικά επιβεβαιωμένη πολλαπλή σκλήρυνση» δήλωσε ο Robert Zivadinov, M.D., Ph.D., Καθηγητής Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιου του Μπάφαλο της Νέας Υόρκης. «Τα αποτελέσματα της τεριφλουνομίδης στη μείωση της απώλειας φλοιώδους φαιάς ουσίας και η σχέση μεταξύ της μείωσης του όγκου της φλοιώδους φαιάς ουσίας και της μετάπτωσης σε κλινικά επιβεβαιωμένη πολλαπλή σκλήρυνση μας δίνουν πληροφορίες σχετικά με το πώς η τεριφλουνομίδη μπορεί να επιδράσει στα πρώιμα φλεγμονώδη και νευροεκφυλιστικά συστατικά της πολλαπλής σκλήρυνσης».
Στις κλινικές μελέτες της τεριφλουνομίδης για την πολλαπλή σκλήρυνση, συμπεριλαμβανομένης της μελέτης TOPIC, η συχνότητα σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν παρόμοια στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με τεριφλουνομίδη και σε αυτούς που έλαβαν εικονικό φάρμακο.
Σχετικά με την τεριφλουνομίδη
Η τεριφλουνομίδη έχει λάβει έγκριση σε περισσότερες από 70 χώρες, με επιπλέον αιτήσεις άδειας κυκλοφορίας να βρίσκονται υπό αξιολόγηση από ρυθμιστικές αρχές ανά τον κόσμο. Περισσότεροι από 80.0001 ασθενείς παγκοσμίως λαμβάνουν σήμερα θεραπεία με τεριφλουνομίδη.
Η τεριφλουνομίδη είναι ένας ανοσοτροποποιητικός παράγοντας με αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Παρόλο που ο ακριβής μηχανισμός δράσης της τεριφλουνομίδης δεν είναι πλήρως κατανοητός, φαίνεται ότι περιλαμβάνει τη μείωση του αριθμού των ενεργοποιημένων λεμφοκυττάρων στο κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ). Η τεριφλουνομίδη υποστηρίζεται από ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα κλινικών μελετών στην Πολλαπλή Σκλήρυνση, με περισσότερους από 5.000 συμμετέχοντες σε κλινικές μελέτες σε 36 χώρες.