Βαρύ ήταν το πλήγμα που υπέστησαν το 2017 οι καπνοβιομηχανίες αλλά και ο δημόσιος κορβανάς. Μπορεί πέρυσι οι Έλληνες να κάπνισαν 14 δισεκατομμύρια τσιγάρα, ωστόσο η κατανάλωση αυτή, εντυπωσιακή ως νούμερο, υπολείπεται σημαντικά από τα υψηλά επίπεδα των 31 δισεκατομμυρίων τσιγάρων κατανάλωσης του 2009. Απέχει ακόμη και από τα τσιγάρα που καταναλώθηκαν το 2016, πριν δηλαδή από την τελευταία αύξηση του φόρου στα καπνικά προϊόντα που τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου του 2017.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, πέρυσι η κατανάλωση νόμιμων καπνικών προϊόντων υποχώρησε 12-13% σε όγκο πωλήσεων σε σχέση με το 2016. Η νέα σημαντική υποχώρηση της νόμιμης αγοράς προϊόντων καπνού οφείλεται, σύμφωνα με τους ίδιους, στη διακοπή του καπνίσματος από μερίδα καπνιστών, στον περιορισμό αυτού ή στη στροφή τους σε εναλλακτικά προϊόντα όπως είναι τα ηλεκτρονικά τσιγάρα.
Απώλειες στα έσοδα
Λόγω αυτής της μείωσης, η οποία ήρθε ως απόρροια της νέας αύξησης της τιμής του πακέτου από τις αρχές του 2017, τα κρατικά έσοδα δεν έπιασαν τον στόχο, σύμφωνα με πηγές με γνώση του κλάδου. Με βάση τους πρώτους υπολογισμούς που έχουν κάνει στελέχη της αγοράς, οι απώλειες άγγιξαν τα 550 εκατ. ευρώ. Βέβαια δεν είναι οι μοναδικές για τα δημόσια έσοδα. Τα τελευταία χρόνια το κράτος χάνει ετησίως πάνω από 630 εκατ. ευρώ (πηγή: ΙΟΒΕ) από το λαθρεμπόριο καπνικών προϊόντων. Δηλαδή η “τρύπα” στα δημόσια έσοδα, αν συνυπολογισθούν και οι απώλειες από την κατανάλωση λαθραίων τσιγάρων, ξεπερνά το 1,1 δισ. ευρώ. Μόνο το 2016, “καταναλώθηκαν” 4,13 δισ. τεμάχια παράνομα τσιγάρα, εκ των οποίων 2,5 δισ. ήταν φθηνά λευκά τσιγάρα (σ.σ. τσιγάρα δηλαδή που παράγονται νόμιμα σε μια χώρα αλλά κατά τη μεταφορά στη χώρα προορισμού διακινούνται λαθραία και πωλούνται χωρίς να αποδίδονται οι φόροι).
Σήμερα το μερίδιο των λαθραίων τσιγάρων υπολογίζεται στο 22%, όταν το 2016 είχε “υποχωρήσει” στο 18,8%. Το συγκεκριμένο μερίδιο είναι υπερδιπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι στο 9,8% και σχεδόν οκταπλάσιο από το μερίδιο που κατείχαν τα λαθραία τσιγάρα στην Ελλάδα το 2009, το οποίο ήταν στο 3%.