Το φαινόμενο μεταφοράς της αφρικανικής σκόνης είναι περιοδικό και καθόλου σπάνιο σε πολλές περιοχές της ελληνικής επικράτειας. Πέρα απ’ τα προβλήματα λάσπης που προκαλεί μετά τη βροχή, ποιες οι επιπτώσεις που έχει για την υγεία μας;
Έρευνα του Αστεροσκοπείου Αθηνών για τα σωματίδια που μεταφέρει το φαινόμενο στη χώρα επισημαίνει ότι τα αιωρούμενα σωματίδια παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη υγεία, καθώς μπορούν να εισέλθουν στο αναπνευστικό σύστημα και να προξενήσουν σημαντικές βλάβες, όσο και στο κλίμα καθώς επηρεάζουν τόσο τον σχηματισμό σύννεφων όσο και την θερμοκρασία της γης.
Στο πλαίσιο της βελτιστοποίησης του χαρακτηρισμού των αιωρούμενων σωματιδίων που εκπέμπονται από φυσικές πηγές όπως οι έρημοι και η θάλασσα, διοργανώθηκε από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (ΕΑΑ) πειραματική εκστρατεία Charadmexp (Characterization of aerosol mixtures of desert and marine origin) στο διάσημα μεταξύ 15 Ιουνίου και 15 Ιουλίου 2014.
Το πείραμα διεξήχθη στον κεντρικό σταθμό του ACTRIS που βρίσκεται στη Φινοκαλιά της Κρήτης. Λόγω της απομακρυσμένης από αστικά κέντρα τοποθεσίας του, ο σταθμός θεωρείται ιδανικός για την ανίχνευση σωματιδιακής ρύπανσης από φυσικές πηγές,όπως σαχαριανή σκόνη, θαλάσσια αιωρήματα, σωματίδια καπνού από πυρκαγιές.
Η τοξική αφρικανική σκόνη
Σύμφωνα με τις μετρήσεις αυτές, αλλά και άλλες έρευνες σε Αττική και Χαλκιδική η αφρικάνικη σκόνη φαίνεται τοξική δημιουργώντας σοβαρούς κινδύνους για την υγεία των κατοίκων με την Κρήτη να είναι σύμφωνα με τους ειδικούς η πιο βεβαρημένη.
Συγκεκριμένα σε έρευνες Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, εντοπίστηκε μια λίστα από επικίνδυνα βαρέα μέταλλα στην αφρικανική σκόνη. Η σκόνη που ταξιδεύει από την Αφρική μεταφέρει στη χώρα μας βαρέα μέταλλα, όπως είναι ο μόλυβδος, ο ψευδάργυρος, το χρώμιο, το βανάδιο, το αρσενικό και το νικέλιο, σε ιδιαίτερα υψηλές περιεκτικότητες.
Οι 2 ελληνικές μελέτες
Για τις επιπτώσεις της αφρικανικής σκόνης στην υγεία έγιναν το 2011 δύο μελέτες από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι μελέτες εστίασαν στην ολική θνησιμότητα – τις ημέρες που υπάρχει σκόνη και όταν δεν υπάρχει – και αν τότε τα αιωρούμενα σωματίδια είναι περισσότερο βλαπτικά.
Η πρώτη μελέτη (επίκουρη καθηγήτρια Ευαγγελία Θαμόλη – καθηγήτρια Βιοστατικής και Επιδημιολογίας Κλέα Κατσουγιάννη) έδειξε ότι τις ημέρες που υπάρχει μεταφορά της σκόνης η ημερήσια θνησιμότητα αυξάνεται κατά 2,97% σε σχέση με τις ημέρες που δεν υπάρχει σκόνη. Και για τους ανθρώπους που είναι πάνω από 75 χρόνων η αύξηση της θνησιμότητας είναι 4,87%.
Σε ό,τι αφορά στα αιωρούμενα σωματίδια, προέκυψε ότι δεν είναι περισσότερο τοξικά αλλά περισσότερα ως ποσότητα και, άρα, βλαπτικά.
Στη δεύτερη μελέτη (Ευαγγελία Θαμόλη – αναπληρωτής καθηγητής Κωνσταντίνος Πρίφτης – Κλέα Κατσουγιάννη) εξετάστηκαν οι εισαγωγές παιδιών με κρίση άσθματος τις ημέρες με και χωρίς σκόνη.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όταν υπάρχει μεταφορά σκόνης από τη Σαχάρα, για κάθε αύξηση κατά 10 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα (μg/m3) των αιωρούμενων σωματιδίων (PM10) υπάρχει αύξηση των εισαγωγών στα νοσοκομεία κατά 4,12%.
Όταν δεν μεταφέρεται σκόνη, για κάθε αύξηση κατά 10 μg/m3 η αύξηση στις εισαγωγές είναι 2,06%.
Όπως επισημαίνει η Κλέα Κατσουγιάννη, το 2015 το Πανεπιστήμιο Αθηνών συμμετείχε σε πολυκεντρικό πρόγραμμα όπου εξετάστηκαν τα δεδομένα έντεκα πόλεων από Ελλάδα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη), Ιταλία, Ισπανία, (Νότια) Γαλλία. Και από αυτήν τη μελέτη φάνηκε ότι η σκόνη από τη Σαχάρα αυξάνει τη θνησιμότητα.
Σύμφωνα με ειδικούς, η μακροχρόνια έκθεση σε υψηλές συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων ευθύνεται για την εμφάνιση καρκίνου των πνευμόνων αλλά και για καρδιακά νοσήματα.
Επιπλέον – με βάση στοιχεία του 2015 – έχουμε ετησίως έως 11.100 θανάτους στην Ευρώπη εξαιτίας της έκθεσης του πληθυσμού στα αιωρούμενα σωματίδια.