- Γράφει ο Κοσμάς Ζακυνθινός
Η «ταπεινή» ασπιρίνη, το ευρέως χρησιμοποιούμενο μη στεροειδές, αντιφλεγμονώδες φάρμακο, μπαίνει στο μικροσκόπιο της μοριακής φαρμακολογίας μετά τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα πρόσφατης κλινικής μελέτης.
Το γνωστό σε όλους χάπι αποδείχθηκε πως όχι μόνο επιμηκύνει την επιβίωση των ασθενών με καρκίνο του παχέος εντέρου αλλά μπορεί να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό και να συνεργαστεί με την ανοσοθεραπεία. Τα οφέλη της ασπιρίνης ως προς την επιβίωση των ασθενών, είναι ισχυρότερα στον καρκίνο του παχέος εντέρου.
Σύμφωνα με τον David Kerr, καθηγητή Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, εξετάζοντας τη μοριακή δράση της ασπιρίνης διαπιστώθηκε πως υπάρχει μεγάλο πεδίο έρευνας για την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου.
Πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε από τον Dr Tsuyoshi Hamada και τους συνεργάτες του σχετικά με τον ρόλο της ασπιρίνης ως αναστολέας των σημείων ανοσιακού ελέγχου (Immune Checkpoint Inhibitors), εξέταζε την επίδραση της ως θεραπεία πρώτης γραμμής σε ασθενείς με αναστρέψιμο καρκίνο του παχέος εντέρου.
Στις αρχικές τους υποθέσεις, οι ερευνητές υπολόγιζαν ότι οι ασθενείς που είχαν όγκους με χαμηλή έκφραση κυτταρικού θανάτου (αναστολείς PD-L1) θα είχαν καλύτερη ανταπόκριση στις ευεργετικές επιδράσεις της ασπιρίνης.
Στην έρευνα, που συμμετείχαν πάνω από 600 ασθενείς αναλύθηκαν πολύ προσεκτικά τα δεδομένα για την επίδραση της ασπιρίνης σε μεταλλάξεις PIK3CA [έκφραση CDX2], και λεμφοκύτταρα.
Στο τέλος της μελέτης, αποδείχθηκε πως η υπόθεση τους ήταν σωστή. Οι ασθενείς με σχετικά χαμηλή έκφραση του PD-L1 είχαν καλύτερη ανταπόκριση σε σχέση με εκείνους που είχαν υψηλά επίπεδα PD-L1 και για τους οποίους η ασπιρίνη δεν φάνηκε να έχει κανένα όφελος.
Σύμφωνα με τον David Kerr η ασπιρίνη μπορεί να είναι ένα ακόμη πιθανό φάρμακο με πιο ενεργή συμμετοχή στην κατηγορία εκείνων που εμποδίζουν τους αναστολείς PD-L1, PD-1, στο σύνολο των σημείων ανοσολογικού ελέγχου.